Χάνι ή πανδοχείο, προς στάθμευση και ανάπαυση οδοιπόρων και υποζυγίων.
Χανιτζής – Χαντζής , ο διατηρών χάνι, ο πανδοχέας.
Οι ατραποί της Αρκαδίας, τα πέτρινα μονοπάτια της, οι δρόμοι του εμπορίου και των αγωγιατών, υπάρχουν σήμερα μόνο για εκείνους που ψάχνουν, που θέλουν να γευτούν τις μυρωδιές από ξεχασμένη καβαλίνα και μυρόνια, από σπάρτα και ρίγανη, από ιστορία και μύθους, από ξωτικά που παραφύλαγαν σε κάθε ανηφοριά και σε κάθε πηγή οι νεράιδες τρόμαζαν τους διψασμένους.
Οι οδικοί αυτοί άξονες για μια ζωή που πέρασε όπως το νερό κυλά στο δυνατό ποτάμι, ανακαλύπτονται πάλι δειλά – δειλά, λες και κρύβουν μυστικά που δεν πρέπει να βγουν, να τα μάθει ο κόσμος.
Τα Χάνια της Αρκαδίας, είναι, που σήμερα προσπαθούμε να βγάλουμε από την αφάνεια διότι είχαν ενταχθεί σε αυτούς τους άξονες με τον πιο φυσικό τρόπο.
Οι άξονες αυτοί ήταν άρρηκτα δεμένοι με τα περίφημα Χάνια ή Πανδοχεία. Η Αρκαδία ήταν γεμάτη από αυτά. Τα ερείπια όσων σώζονται και σήμερα, πόσες άραγε ιστορίες θα μπορούσαν να μας διηγηθούν. Τα Χάνια, ήταν κάτι περισσότερο από αυτό ίσως που φαντάζεται ή έχει ακούσει κάποιος από τον παππού του και την γιαγιά του. Ήταν και χώροι εστίασης. Καλό φαγητό και κρασί, απαραίτητα για τη δύσκολη συνέχεια στη σκληροτράχηλη Αρκαδία.
Χάνια, δύσκολα πράγματα διότι η βιβλιογραφία δεν βοηθά καθόλου. Αν εξαιρέσουμε το Χάνι της Γραβιάς, το μόνο γνωστό στο Πανελλήνιο, όχι όμως για τις υπηρεσίες που προσέφερε αλλά για τη θυσία του ήρωα Οδυσσέα Ανδρούτσου, δεν έχουμε σημαντικές αναφορές, τουλάχιστον στην Αρκαδία.
Ψάχνοντας, έχοντας καταχωρημένες στη μνήμη τις ιστορίες τις παλιές, τα παραμύθια στο παραγώνι, κατορθώματα ληστών της εποχής, μιας εποχής που έψαχνε να βρει τους δρόμους της , ανάμεσα από πολέμους, ήττες και φτώχια, βρέθηκαν, ανακαλύφθηκαν εκ νέου, μερικά από τα Χάνια εκείνα που σημάδεψαν μια ολόκληρη εποχή. Αδύνατο μέσα από την έρευνα αυτή να καταχωρηθούν όλα τα Χάνια της Αρκαδίας. Μερικά ναι, τα περισσότερα , σωροί από πέτρες, χάθηκαν μαζί με την εποχή τους.
Μπορούμε να τα κατατάξουμε σε δυό κατηγορίες, στα Χάνια για τα ζώα και στα Χάνια που προσέφεραν ύπνο και φαγητό. Η Τρίπολη και τα κεφαλοχώρια της Αρκαδίας, είχαν την πολυτέλεια να έχουν και τις δυό αυτές κατηγορίες. Επίσης, μπορούμε να πούμε πως κοινό γνώρισμα των Χανιών ήταν ότι όλα είχαν πρόσβαση εύκολη στο νερό. Κτισμένα όλα δίπλα σε πηγές, κοντά σε ρέματα ή σε πηγάδια.
Τα μεγάλα Χάνια εκτός από τους στάβλους για τα ζώα, διέθεταν και πεταλωτήρια, σιδηρουργεία, σαγματοποιεία, αλμπάνηδες κτλ. Πολλά δηλαδή εργαστήρια για τις ανάγκες του κάθε ταξιδιώτη. Πολλές φορές το ρόλο του αλμπάνη τον έκανε ο πεταλωτής, του γιατρού δηλαδή για τα άλογα και τα μουλάρια. Η αποτυχία του πεταλωτή να γιατρέψει πολλές φορές το ζώο, καταγράφηκε στη μνήμη του λαού με χιουμοριστική διάθεση για τους αδέξιους γιατρούς κτλ σαν αλμπάνηδες. Το σιδηρουργείο ήταν το «γύφτικο», απαραίτητο εργαστήρι κοντά στα Χάνια ή μέσα στα χωριά και τις πόλεις. Ο Σαγματοποιός ήταν ο μάστορας που επισκεύαζε τα σαμάρια για τα ζώα ή κατασκεύαζε καινούργια, αφού πρώτα έπαιρνε μέτρα από το κάθε ζώο. Δουλειές που σήμερα φαντάζουν πολύ μακρινές σε μας, πολύ αποδοτικές όμως στην εποχή τους.
Τα Χάνια ήσαν και τόποι κοινωνικοί. Άνθρωποι γνωρίζονταν από ξένα μέρη, έμποροι πουλούσαν τη πραμάτεια τους, αγαθά άλλαζαν χέρια πληρωμένα σε κρασί, λάδι, μέλι κτλ. Το χρήμα δεν ήταν στη καθημερινότητα, οι ανάγκες απαιτούσαν τρόφιμα, εφόδια για την οικογένεια που περίμενε πίσω. Και συνήθως η οικογένεια ήταν πολυμελής. Συνεπώς στα Χάνια μια ολόκληρη κοινωνία ερχόταν σε επαφή, αντλούσε πληροφορίες οικονομικές και άλλες, ήθη και έθιμα άλλαζαν χείλη, προξενιά κλείνονταν μεταξύ συμπεθέρων και πολλά άλλα που συνέθεταν τις συνθήκες της ζωής. Συγκρίνοντας τα Χάνια με σημερινούς σταθμούς σε άξονες οδικούς, θα διαπιστώσουμε τις ομοιότητες του τότε με το σήμερα.
Οι αγωγιάτες ήσαν οι τακτικότεροι πελάτες στα Χάνια. Διακινούσαν εμπορεύματα επί πληρωμή, κρασί, δημητριακά, μεταφορές ξένων. Χάθηκαν μαζί με τα Χάνια κατά την περίοδο του Β’ Παγκόσμιου πολέμου. Πολλά από αυτά πυρπολήθηκαν, αλλά λίγο αργότερα, όταν οι ημιονικοί δρόμοι άνοιξαν και πέρασε το αυτοκίνητο, δεν είχαν λόγο ύπαρξης. Πέρα όμως από τους Αγωγιάτες και τους άλλους ταξιδιώτες, πελάτες στα Χάνια ήσαν όλοι όσοι μετακινούνταν προς τα αστικά κέντρα για τις ανάγκες τους. Μαθητές επίσης που πήγαιναν στα σχολεία με τα πόδια, διανύοντας καθημερινά μεγάλες αποστάσεις, έτρωγαν στα Χάνια όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν, ένα πιάτο τραχανά. Σε μεγάλες επίσης γιορτές, οι χωρικοί έβαζαν τα «καλά τους», έριχναν πάνω στο σαμάρι του ζώου μια καλή κουβέρτα φτιαγμένη στον αργαλειό και ξεκινούσαν το μακρύ δρόμο για την Αγία Μαρίνα στο Περδικονέρι ή στα πολλά μοναστήρια της Αρκαδίας. Στα μακρινά δρομολόγια της πίστης, τα Χάνια ήταν πάντοτε ο τόπος ξεκούρασης για ζώα και ανθρώπους.
Όλες οι κοινωνικές τάξεις περνούσαν από τα Χάνια, όλοι εμπιστεύονταν τον Χανιτζή. Ήταν εχέμυθος, έμπιστος και πηγή πληροφοριών. Βοηθούσε όχι μόνο για τη διαμονή στο Χάνι του, αλλά κυρίως βοηθούσε όλους εκείνους που ήθελαν να πουλήσουν τα εμπορεύματα τους. Πολλές φορές αναλάμβανε ο ίδιος τις εμπορικές συμφωνίες, είχε μεγάλο κύρος και ήταν γνωστός στην περιοχή.
Τα δρομολόγια των αγωγιατών και των ταξιδιωτών ήσαν γνωστά. Οι αγωγιάτες και οδοιπόροι από τα Τρόπαια, Λαγκάδια, Κοντοβάζαινα, Ηραία, Ολυμπία, ακολουθούσαν συνήθως τη διαδρομή από του Κουτρουμπή το Χάνι – Αλωνίσταινας Χάνι, Πιάνα, Γραμμένη Πλάκα-Χρυσοβίτσι η’ Σίλιμνα, Τρίκορφα, με προορισμό την Τρίπολη.
Άλλο δρομολόγιο ήταν, Δημητσάνα, Ζυγοβίστι, Πιάνα, Σιλίμνα, Τρίκορφα, Τρίπολη.
Ένα τρίτο για τη Μεγαλόπολη που χρησιμοποιούσαν Ηραιάτες, Τροπαιάτες Λαγκαδινοί κτλ, από το Βλόγγο, Ατσίχωλο, Κατσίμπαλι Χάνι, Μεγαλόπολη.
Ένα τέταρτο δρομολόγιο ήταν εκείνο που ακολουθούσαν συνήθως οι Γορτύνιοι, περνώντας από το Χάνι του Ανάστου κοντά στη Χώρα ή την Κάπελη με προορισμό την Ηλεία και τα παράλια της.
Από τα Καλαβρυτοχώρια το δρομολόγιο περνούσε στον Κανδηλιώτικο κάμπο κι έφθανε στου Σκορδά το Χάνι και στην Τρίπολη.
Αποτέλεσμα των δρόμων του εμπορίου ήταν η δημιουργία Αρκαδικών παροικιών σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου. Στην Ηλεία συναντάμε συνοικισμούς όπως : Βυτινέϊκα , Γρανιτσέϊκα, Λαστέϊκα, στο Ναύπλιο Πυργιώτικα από το χωριό Πυργάκι που είναι ίσως το μοναδικό από τον Γορτυνιακό χώρο που ακολούθησε κατεύθυνση Ανατολική. Στην Πάτρα οι Δημητσανίτες το 1890 ίδρυσαν σύνδεσμο που αργότερα ονομάσθηκε Γορτυνιακός Σύνδεσμος Πατρών. Στην Καλαμάτα οι Ζυγοβιστινοί έδωσαν σε συνοικία το όνομα Ζυγοβιστινά. Στην Πύλο της Μεσσηνίας πολλοί κάτοικοι με υπερηφάνεια δηλώνουν την Αρκαδική τους καταγωγή. Στο Αίγιο υπάρχει ο συνοικισμός Μαγουλιανίτικα. Αγωγιάτες και έμποροι ήσαν οι ιδρυτές των παραπάνω συνοικισμών και πολλών άλλων στον Πελοποννησιακό χώρο.
Αυτοί όλοι οι οδοιπόροι είχαν τις ανάγκες που έχουν σήμερα οι εποχούμενοι ταξιδιώτες του Εθνικού και Επαρχιακού οδικού δικτύου. Σήμερα ο ταξιδιώτης, ο έμπορας, θα σταματήσει στην Αλέα, αμέσως μετά τη σήραγγα του Αρτεμισίου, εκατό χρόνια πίσω, ο αγωγιάτης και ο έμπορας, θα έκαναν στάση στου Σκορδά το Χάνι που βρισκόταν στα αμπέλια του Καμπά. Μάλιστα το ερείπιο κτίσμα σώζεται. Οι προορισμοί είναι πάντοτε οι ίδιοι, από τα αρχαία χρόνια, ίδιοι και απαράλλαχτοι. Τα μέσα άλλαξαν και η φιλοσοφία της ζωής.
Στην Αλέα ο ταξιδιώτης θα πιει το καφέ του, ίσως πάρει κι ένα γρήγορο γεύμα, θα γεμίσει το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου του και θα τρέξει προς τον προορισμό του.
Στου Σκορδά το Χάνι, οι ρυθμοί ήσαν διαφορετικοί. Ο Αγωγιάτης θα ξεσαμάρωνε τα μουλάρια του, θα τα σκούπιζε από τον ιδρώτα τους και θα τα έβαζε στο παχνί, το γεμάτο τριφύλια και άχυρα. Μετά θα πήγαινε να πιει μια κούπα κρασί, να συνέλθει από το δρόμο!! Ο Χανιτζής θα του έβαζε να φάει ένα πιάτο καγιανά ή μια γίδα βραστή αν είχε. Ο τραχανάς, οι χυλοπίττες, ήσαν στο ημερήσιο πρόγραμμα. Το ζυμωτό ψωμί επίσης. Το τυρί, το κρεμμύδι, έκαναν πλούσιο ένα γεύμα. Μετά ο ύπνος. Ένα σάισμα ή μια μπαντανία έφταναν και περίσσευαν. Μαζί με τον αγωγιάτη στο ίδιο δωμάτιο ή κοντά στη φωτιά, κι άλλοι πολλοί. Όλοι στον ίδιο αγώνα, στον ίδιο προορισμό.
Του Κουτρουμπή το Χάνι βρισκόταν στο δρόμο της Βυτίνας, κοντά στη διασταύρωση για το Μεθύδριο. Μεγάλο Χάνι, φιλοξενούσε αγωγιάτες και ζώα.
Στην Αλωνίσταινα της Πέπαινας το Χάνι «σφάξατε χοίρον, ποιήσατε μαδητόν, άνευ τριχών, Πλαπούτας φθάνει στης Πέπαινας το χάνι » ήταν ονομαστό, το ίδιο και στο
Κατσίμπαλι, στο δρόμο για Μεγαλόπολη. Στην Ηραία υπήρχε το
Χάνι του Μπασιουρή ή Γιαννουλόπουλου κοντά στο Παλούμπα. Αυτό σύμφωνα με μαρτυρίες δεχόταν συχνά επιθέσεις ληστών. Από την Τρίπολη για τον Πύργο υπήρχε το περίφημο
Χάνι του Κορμπά. Σήμερα έχει απομείνει το τοπωνύμιο στο δρόμο Ανδρίτσαινας – Πύργου. Στο Χρυσοβίτσι το
Χάνι του Ανάργυρου τα είχε όλα. Στη Δημητσάνα το
Χάνι του Ντεμερούκα ήταν για ζώα. Υπήρχε και πεταλωτήριο, όπως άλλωστε και σε πολλά από τα Χάνια των μεγάλων χωριών.
Ονομαστό ήταν το
Χάνι του Ταλαγάνη ή Μπιρμπίλη κοντά στη Δόριζα. Μάλιστα σε αυτό λέγεται πως είχε ξαποστάσει και ο Όθων. Είχε αλλάξει πολλούς ιδιοκτήτες με τελευταίο την οικογένεια Ταλαγάνη. Σήμερα είναι έτοιμο να παραδοθεί στο χρόνο.
Το Χάνι του Ανάστου ήταν στη Χώρα Γορτυνίας και στο δρόμο για τον Πύργο. Από εκεί και από του
Κάπελη περνούσε ο περίφημος δρόμος του αλατιού κι έφθανε στα Ηλειακά παράλια. Το αλάτι ήταν για την παλιά εποχή πολύτιμο αγαθό για την σκληροτράχηλη Αρκαδία και τα Λεχαινά Ηλείας το είχαν άφθονο. Αγωγιάτες και στρατοκόποι ακολουθούσαν τον άξονα αυτόν επί αιώνες.
Για την κεντρική και ΒΔ Αρκαδία οι ανάγκες για προμήθειες σε λάδι, αλάτι, ελιές, κρασί, οδηγούσαν τους εμπόρους μέσω των αγωγιατών, στους δρόμους της Ηλείας. Περίφημα ήσαν τα κρασιά της ορεινής Ολυμπίας. Όταν η οικεία παραγωγή δεν έφτανε, τα ασκιά πάνω στα μουλάρια επέστρεφαν γεμάτα από τα κρασιά της περιοχής αυτής. Μούντριζα, Τζάχα, Άσπρα Σπίτια, είναι μερικά από τα χωριά αυτά που παρήγαγαν εκπληκτικές ποικιλίες και ποιότητες κρασιού. Οι 80χρονοι γέροντες στα χωριά πολλά μπορούν ακόμα να διηγηθούν από τις περιπέτειες αυτές που έζησαν, στα δρομολόγια του εμπορίου.
Οι κάτοικοι του Μαντινειακού πεδίου, ακολουθούσαν εντελώς διαφορετικούς δρόμους, η Αργολίδα ήταν γι’ αυτούς ένα πήδημα. Ονομαστό ήταν το
Χάνι του Αχλαδόκαμπου στο δρόμο για Άργος και Ναύπλιο. Οι ανάγκες όμως σε προμήθειες ήσαν διαφορετικές απ’ ότι της ορεινής και άγονης Αρκαδίας.
Δεν τρέφουμε αυταπάτες για την τύχη των Χανιών, δεν υπάρχει γι’ αυτά επιστροφή. Τα σωζόμενα σήμερα Χάνια, ειδικά αυτά που βρίσκονται κοντά και στους σημερινούς οδικούς άξονες, μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν αλλάζοντας όρους χρήσης. Μπορούν να γίνουν καταφύγια πεζοπόρων, ορειβατών, επισκεπτών. Μπορούν να προσφέρουν ένα ζεστό καφέ ή τσάι το χειμώνα, λίγη δροσιά το καλοκαίρι. Μπορούν να ενταχθούν στα κατά τόπους Δασαρχεία ή ακόμα σε ορειβατικούς συλλόγους που θα έχουν την διαχείριση και ευθύνη τους , ή στους Δήμους εκείνους που δίνουν μεγάλη σημασία σε τέτοιες μορφές ανάπτυξης. Σήμερα που η Αρκαδία έγινε προάστιο της Αθήνας, εύκολα και γρήγορα ο κάτοικος της θα πάει στο Μαίναλο και στον Πάρνωνα να περπατήσει. Η κακή ποιότητα υπηρεσιών που θα αντιμετωπίσει ο επισκέπτης στην τουριστική Αρκαδία, εύκολα μπορεί να αναπληρωθεί από την ποιότητα που θα ανακαλύψει στα ταπεινά Χάνια. Η πρόταση αυτή είναι υλοποιήσιμη εφόσον κάποιος/κάποιοι πιστέψουν ότι τα Χάνια μπορούν να γίνουν τόποι αναψυχής και ξεκούρασης. Μέσα ή κοντά στη φύση, μπορούν να προσφέρουν τα εχέγγυα εκείνα που θα κάνουν τον φυσιολάτρη να τα τιμήσει. Εκτός των άλλων έχουν τόσα να διηγηθούν. Ολόκληρες γενιές πρίν από μας βρήκαν σε αυτά ένα καταφύγιο στους μακρινούς δρόμους τις επιβίωσης.
Σε αυτά τα Χάνια ίσως να πέρασε και ο παππούς μας, ίσως και ο πατέρας μας, ίσως ν’ έδωσαν τροφή στα ζωντανά τους, να ήπιαν μια κούπα κρασί, ν’ αντάλλαξαν εμπορεύματα, ν’ αγόρασαν προμήθειες για τη φαμελιά τους. Ο κοινωνικός χαρακτήρας των Χανιών αναδύεται και πάλι από τον χρόνο και τη λήθη αν η ματιά μας προχωρήσει ένα βήμα μπροστά.
Βασίλης Κ Αναστασόπουλος