Η επαρχία Κυνουρίας καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα του Νομού Αρκαδίας. Στα δυτικά ορίζεται από την οροσειρά του Πάρνωνα και ανατολικά βρέχεται από τον Αργολικό κόλπο. Οι δύο μεγάλες κωμοπόλεις της είναι το Άστρος στη Βόρεια Κυνουρία και το Λεωνίδιο στη Τσακωνιά. Γεωγραφικά, η βόρεια Κυνουρία περιλαμβάνει τα χωριά: Ξηροπήγαδο, Παράλιο Άστρος, Κορακοβούνι, Κούτρουφα, Άστρος, Μελιγού, Βέρβαινα, Δολιανά, Αγιάννη, Άγιο Πέτρο, Καστρί και τα Καστριτοχώρια, Στόλο, Αγία Σοφία. Και η νότια Κυνουρία, η Τσακωνιά δηλαδή, τα χωριά: Πραστό, Καστάνιτσα, Σίταινα, Λεωνίδιο, Μέλανα, Τυρό, Άγιος Ανδρέα.


Κατά την περίοδο της όψιμης Τουρκοκρατίας και πριν την Επανάσταση η περιοχή της Κυνουρίας, και ιδιαίτερα της Νότιας, γνωρίζει περίοδο οικιστικής ανάπτυξης. Η μεγάλη εμπορική δραστηριότητα οδήγησε στην ανάλογη οικονομική ακμή και ακολούθως σε πλούσια οικοδομική δραστηριότητα. Την περίοδο αυτή ξεχωρίζει ο Πραστός ως οικονομικό και εμπορικό κέντρο. Λεγόταν χαρακτηριστικά μάλιστα πως: «Η Πόλη βγάζει τ’ άσπρα και ο Πραστός τα κάνει πάστρα». Διατήρησε την ακμή του έως το 1826 που κάηκε από τον Ιμπραήμ. Οι κάτοικοι του Πραστού εγκαταστάθηκαν τότε μόνιμα στο Λεωνίδιο, το οποίο άρχισε να αναπτύσσεται σταθερά. Με τις νέες συνθήκες που επικράτησαν, το Λεωνίδιο απέκτησε τον αστικό χαρακτήρα που διατήρησε μέχρι τις αρχές του 20ου αι.

Το χαρακτηριστικό του πολεοδομικού ιστού των χωριών της Κυνουρίας είναι οι διπλοκατοικίες, δηλαδή το «πάνω» και το «κάτω» χωριό, για παράδειγμα Πάνω και Κάτω Δολιανά, Αγιάννης και Άστρος, Πάνω και Κάτω Κούτρουφα κλπ. Το φαινόμενο αυτό, βέβαια, απαντά σχεδόν σε όλη την Ελλάδα, πεδινή και νησιωτική, όπου συνήθως το χωριό μοιράζεται στα δύο, σε δύο μεγάλες γειτονιές, πιθανόν από ένα κεντρικό δρόμο ή μια πλατεία. Η ιδιαιτερότητα των χωριών και των διπλοκατοικιών της Κυνουρίας συνίσταται στο γεγονός της ύπαρξης δύο πραγματικά διαφορετικών χωριών, με αρκετή χιλιομετρική απόσταση μεταξύ τους, π.χ. Πάνω και Κάτω Δολιανά, Πάνω και Κάτω Βέρβαινα. Από την περιόδο της Τουρκοκρατίας ο κύριος τόπος διαμονής των κατοίκων ήταν οι ορεινές περιοχές: ο Αγιάννης, η Ορεινή Μελιγού, τα Πάνω Δολιανά κλπ. Το χειμώνα όμως, κατέβαιναν στον κάμπο, έμεναν στα χειμαδιά, μάζευαν τις ελιές, καλλιεργούσαν τη γη, ξεχειμώνιαζαν τα ζωντανά. Έτσι, δημιουργήθηκαν στον κάμπο μικροί οικισμοί, τα «Καλύβια»: τα Αγιαννίτικα, τα Μελιγγίτικα, τα Πραστιώτικα κτλ. που αντιστοιχούσαν στους ορεινούς οικισμούς. Οι πρώτοι πεδινοί οικισμοί και οι «Σκάλες», τα υποτυπώδη λιμάνια δηλαδή, είχαν αρχίσει ήδη μέσα στον 18ο αι. να διαμορφώνονται, αλλά κατοικήθηκαν μετά την Απελευθέρωση.
Η πολεοδομική οργάνωση της Κυνουρίας παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία. Συναντούμε οχυρές κατοικίες και συγκροτήματα, οικίες σε αυλές με ψηλό μαντρότοιχο, σπίτια κτισμένα σε σειρές με μέτωπο στο δρόμο και αραιοκτισμένα αγροτικά σπίτια. Τις περισσότερες φορές συνυπάρχουν, όπως στον Πραστό, τα πυργόσπιτα των πλουσίων εμπόρων με τις απλές τυπικές κατοικίες των κτηνοτρόφων και στο Λεωνίδιο οι αστικές οικίες, δείγματα ακμής του 19ου αι., με τα αγροτόσπιτα των γεωργών.
Η αρχιτεκτονική της Κυνουρίας, με εξαίρεση την περιοχή Τσακωνιάς, δεν αποτέλεσε αυτοτελή ενότητα. Οι εμπορικές δραστηριότητες των κατοίκων την περίοδο της οικονομικής άνθησης επεκτάθηκαν εντός και εκτός Πελοποννήσου και έτσι νέα αρχιτεκτονικά στοιχεία εισέρρευσαν στην περιοχή. Έτσι, έχουμε επιδράσεις από το Μυστρά, την Κωνσταντινούπολη, τα νησιά και αλλού. Επίσης, πλούσιοι Κυνουριάτες έμποροι που δραστηριοποιούνταν στο εξωτερικό (Κωνσταντινούπολη, Τεργέστη, Οδησσό) επέστρεψαν στην πατρίδα τους τον καιρό της Επανάστασης για να συνεισφέρουν στον αγώνα και μετέφεραν νέες ιδέες και διαφορετικές καλλιτεχνικές τεχνοτροπίες. Όπως οι αδελφοί Ζαφειρόπουλοι από τον Αγιάννη, οι οικιστές του Παραλίου Άστρους, οι οποίοι το 1825 επισκεύασαν το ήδη υπάρχον Κάστρο στο χερσονήσι του Παραλίου και έχτισαν μέσα σ’ αυτό τις οικίες τους, επηρεασμένες από την Υδραϊική αρχιτεκτονική, αλλά και την τοπική Τσακώνικη παράδοση.

Γενικά, οι οικίες στην Κυνουρία χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: το ισόγειο καλύβι και το δίπατο σπίτι. Η πιο παλιά και απλή μορφή κατοικίας είναι το πλατυμέτωπο καλύβι, όπου στεγάζονται άνθρωποι και ζώα στον ίδιο χώρο. Ο διαχωρισμός ανθρώπων και ζώων που γίνεται στο δίπατο σπίτι, όπου στο ανώγειο βρίσκονται οι κύριοι χώροι διαμονής και στο κατώι τα ζώα και οι αποθήκες, δείχνει ανώτερο βιοτικό επίπεδο και αυξημένες ανάγκες. Συνεπώς, χρονικά το δίπατο σπίτι έπεται του καλυβιού, αν και συνυπάρχουν συχνά μέσα στο 18ο και 19ο αι. Τα καλύβια, όμως, τότε κτίζονταν ως μη μόνιμη κατοικία, στα πεδινά, στα χειμαδιά δηλαδή, και στα ορεινά για τους κτηνοτρόφους, αλλά και στις παρυφές των οικισμών για τη στέγαση των πιο φτωχών. Αντίθετα, το δίπατο σπίτι απαντά αποκλειστικά μέσα στους οικισμούς.
Η πιο πρωτόγονη μορφή καλυβιού είναι η εξής: πλατυμέτωπο, ισόγειο, με ξύλινη ή θολωτή στέγη, με χωμάτινο δάπεδο, μικρά παράθυρα, εξώστη στην είσοδο (εξώστεγο ή ξουστάγι όπως λέγεται στην Τσακωνιά), γωνιά (εστία, σπάνια με τζάκι) και κάποτε διαχωρισμένο με 2-3 αναβαθμούς. Το χαμηλότερο επίπεδο που δημιουργείται, σ’ αυτήν την περίπτωση, προορίζεται για τα ζώα και χωρίζεται με χαμηλό κτιστό πεζούλι από το ψηλότερο σημείο, όπου διαμένουν οι άνθρωποι.
Το δίπατο σπίτι έχει τετράρριχτη στέγη, ξύλινο πάτωμα, γωνιά (εστία με τζάκι), περισσότερα και μεγαλύτερα παράθυρα. Το κατώι χρησιμοποιείται ως στάβλος και αποθήκη. Με εξωτερική σκάλα, που σταματά στον εξώστη, γίνεται η πρόσβαση στον όροφο που συνήθως είναι μονόχωρος ή χωρίζεται στα δύο με τη μεσάντρα (λεπτό εσωτερικό τοίχο), όπως σε σπίτια στο Λεωνίδιο. Ο εξώστης είναι συνήθως σκεπασμένος με ξύλινη ξεχωριστή στέγη, η οποία στηρίζεται σε ξύλινες κολόνες (χαγιάτι), αλλά απαντά και ξεσπέπαστος (λιακωτό). Στα πιο πλούσια δίπατα σπίτια, κάτω από τον εξώστη υπάρχει ψηλό θολωτό άνοιγμα, απ’ όπου γίνεται η πρόσβαση στο κατώι. Στην περιοχή της Τσακωνιάς, κυρίως, δημιουργείται στο θόλο αυτό, πάνω από τη γέννεση του τόξου, ειδικό πατάρι που χρησιμοποιείται ως χώρος αποθήκευσης του άχυρου.
Παράλληλα με τις πιο πάνω απλές αγροτικές κατοικίες απαντούν και οχυρές κατοικίες, ψηλές, με μικρά και ελάχιστα ανοίγματα, πολεμίστρες και καταχύστρες – ζεματίστρες. Γνωστά τέτοια πυργόσπιτα διατηρούνται στον Άγιο Πέτρο, ο Πύργος Τρικαλίτη, στον Πλάτανο και στον Πραστό, το σπίτι του Χατζηπαναγιώτη. Φέρουν κυλινδρικούς πυργίσκους με πολεμίστρες στις γωνίες τους, τα κλουβιά. Χτίστηκαν πιθανόν μέσα στον 18ο αι., όταν υπήρχε ακόμα ο κίνδυνος των επιδρομών. Σίγουρα έλκουν την καταγωγή τους από τις οχυρές κατοικίες του Μεσαίωνα. Σώζονται, επίσης, και δύο οχυροί πύργοι: ο Πύργος του Ονούφριου Σκαρμπούνη στο Λεωνίδιο και ο Πύργος στο μετόχι της Ορθοκωστάς, στην Παραλία του Αγίου Ανδρέα, που μάλλον ανάγεται στην Ενετική περίοδο. Στον Πραστό υπάρχουν ακόμα εκπληκτικά κτιριακά συγκροτήματα, με θόλους, εξώστες, ορόφους κτλ., όπου στεγάζονταν όλη η οικογένεια και το βοηθητικό προσωπικό. Επίσης ξεχωριστοί είναι οι πύργοι στο Λεωνίδιο των αρχών του 19ου αι., ο Πύργος του Τσικαλιώτη (1808) και του Πολυτίμου (1816). Στα αρχοντικά αυτά πυργόσπιτα συναντώνται όλα τα εξελικτικά στάδια της αρχιτεκτονικής και όλες οι εισηγμένες επιδράσεις από την Κωνσταντινούπολη, την Ήπειρο και τα νησιά, από τα σπίτια των Υδραίων Καπεταναίων.

Ένα ακόμα στοιχείο παράδοσης της Κυνουρίας είναι η βαθιά θρησκευτικότητα των κατοίκων από τη Βυζαντινή περίοδο έως τις μέρες μας, που δημιούργησε την ανάγκη ίδρυσης πολλών ναών και μοναστηριών. Για το πλήθος, μάλιστα, των ναών της η Κυνουρία αποκαλείται και μικρογραφία του Αγίου Όρους. Η ίδρυσή τους ανάγεται κυρίως στη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή (16ος –18ος αι.) περίοδο, αλλά έχουν δεχθεί μεταγενέστερες επεμβάσεις και προσθήκες, που τις περισσότερες φορές αλλοίωσαν την αρχική μορφή. Από τα μοναστηριακά συγκροτήματα διατηρούνται κυρίως τα καθολικά τους

Η άλλη μεγάλη κληρονομιά, που έχουμε από τους προγόνους μας, είναι η πνευματική και συνήθως προφορική παράδοση: τα ήθη και τα έθιμα, τα τραγούδια και οι παροιμίες, οι θρύλοι και οι παραδόσεις και σίγουρα η ζωντανή ελληνική γλώσσα και οι γλωσσικοί ιδιωματισμοί που δείχνουν ακριβώς τη συνέχεια του Ελληνισμού.
Στην περιοχή της Κυνουρίας μιλιόταν η Τσακώνικη διάλεκτος, που δυστυχώς πάει να εκλείψει, καθώς φεύγουν σιγά σιγά από τη ζωή οι παλαιότεροι που τη μιλούσαν, ενώ οι νεώτεροι δεν έδειξαν τη διάθεση να τη διατηρήσουν.
Η σημασία που αποδίδουμε στα Δημοτικά Τραγούδια δεν είναι νεότερη επινόηση και ανάγκη. Ο Όμηρος, πρώτος περισυνέλλεξε τα Δημοτικά Τραγούδια της εποχής του, τα αναδημιουργήσε με την ποιητική του τέχνη και άφησε σε εμάς μια πλούσια παράδοση και ιστορία. Η μελέτη των Δημοτικών μας Τραγουδιών και των Ομηρικών επών αποκαλύπτει την κοινή πηγή, την ελληνική λαϊκή ψυχή.
Ιδιαίτερα απλός και ευαίσθητος ο λαός μας μετουσιώνει όλες τις συγκινήσεις, τα όνειρα και τις ελπίδες του, τα προβλήματα και τα ξεδόματά του, τους καημούς και τις χαρές του, την αγάπη και την απογοήτευση, τη ζωή και το θάνατο, σε τέχνη, σε τραγούδια με πανανθρώπινη απήχηση. Σ’ αυτά εικονίζεται η αρμονική σχέση του ανθρώπου με τη μάνα φύση. Η σπουδαιότητά τους για τα μεστά μηνύματα υπερσκελίζει την εφημερότητα. Αποτελούσαν όμως και το μοναδικό τρόπο - μέσο για την επικοινωνία των ανθρώπων και τη διάδοση των σκέψεων και των ιδεών τους. Έτσι, συνέβαλλαν αποτελεσματικά στην καλλιέργεια της επιθυμητής λαϊκής παιδείας.
Οι κατηγορίες των Δημοτικών μας Τραγουδιών είναι ανάλογες με τις διαφορετικές εκφάνσεις της ίδιας της ζωής. Έτσι έχουμε τραγούδια Ακριτικά, που οφείλουν την έμπνευσή τους στα ηρωικά καταρθώματα των Ακριτών, φρουρών των συνόρων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Κλέφτικα, στα οποία αποτυπώνεται το ηρωικό ιδεώδες του μαχόμενου Έλληνα εναντίον της μακραίωνης σκλαβιάς, Τραγούδια των Φυγόδικων, Ιστορικά, Παραλογές, της Ξενιτιάς, της Αγάπης, Καντάδες, της Τάβλας, του Γάμου, Παιδικά – Νανουρίσματα, Οικογενειακά, Κοινωνικά, Μοιρολόγια, Ποιμενικά, Σάτιρες – Αστειολογήματα και Κάλαντα- Χελιδονίσματα.

Κάθε γωνιά της πατρίδας μας χαρακτηρίζεται και από μια ενδιαφέρουσα ιδιαιτερότητα ως προς τον παραδοσιακό της θησαυρό, ο οποίος με το πέρασμα του χρόνου ξεθωριάζει και σβήνει. Ιδιαίτερα τώρα που η τεχνολογική και ηλεκτρονική επανάσταση αλλάζει τον παραδοσιακό από αιώνες και αιώνες τρόπο ζωής του ανθρώπου και τον αποσυντονίζει. Βρίσκεται από τη μια δεμένος με το παρελθόν, την παράδοση, τη βεβαιότητα και από την άλλη θέλει να πετάξει στο μέλλον.
Το ποτάμι της εξέλιξης και της ανάπτυξης δεν μπορεί, και δεν πρέπει, να γυρίσει πίσω. Μπορούμε όμως εμείς να γυρίζουμε πίσω στις πηγές, για να εξασφαλίζουμε τη συνέχεια. Πράγματι, και ευτυχώς, μετά από μια περίοδο εκμοντερνισμού, όπου κάθε τι το παραδοσιακό ήταν και ξεπερασμένο, άρα απορριπτέο, έχουν αρχίσει να διαφαίνονται παρήγορες τάσεις επιστροφής και μια προοπτική για αποτελεσματικότερη δραστηριοποίηση σε όλους τους πολιτιστικοκοινωνικούς τομείς.
Προέχει να διασώσουμε τον παραδοσιακό μας θησαυρό, για να παραμείνει έτσι και στο μέλλον γνήσια πηγή έμπνευσης και δημιουργίας. Για τον Έλληνα, μάλιστα, η πνευματική μας παράδοση και ιδιαίτερα η λογοτεχνική, στάθηκε η δύναμη που τον διαπαιδαγώγησε, τον στήριξε και στην οποία οφείλεται η επίβίωσή του μέσα από τις τόσες πολυκύμαντες ιστορικές φάσεις της ζωής του. Αν ο άνθρωπος αποκοπεί από την ζωοδότρα πηγή, μοιραία κινδυνεύει με αλλοτρίωση και αφανισμό, όπως και ο μυθικός Ανταίος, που μόλις έχασε την επαφή του με τη μάνα γη, νικήθηκε και εξοντώθηκε.
Από τις ακαταπολέμητες ψυχοπνευματικές ανάγκες για τον άνθρωπο είναι και η γνώση της καταγωγής του και η εσώτατη επικοινωνία και συνομιλία με τους μακρινούς προγόνους. Τότε μονάχα νιώθει ασφαλέστερα ριζωμένος πάνω στη δική του γη, στη γη των πατέρων του, στη γη των παιδιών του. Η βαθιά αυτή ανάγκη του εθνικού ριζώματος πιέζει τους λαούς να αναθερμαίνουν την παράδοσή τους ή να πασκίζουν να επινοήσουν κάποια μορφή της, αν στερούνται, ώστε να μην αισθάνονται μετέωροι στην πολιτιστική πορεία της ανθρωπότητας. Οι λαοί οφείλουν να έχουν μνήμη, για να έχουν Ιστορία. Πρόκειται για το κατεξοχήν ζωτικό τους στοιχείο για την επιβίωσή τους, αλλά και την αναδημιουργία τους. Χωρίς μνήμη αναιρείται και ο πολιτισμός. Η Ιστορία απλώς περιγράφει γεγονότα και παρέχει το πληροφοριακό υλικό σχετικά με το παρελθόν. Τα λαϊκά μνημεία του λόγου απηχούν άμεσα και ζωντανά την ίδια τη φωνή των προγόνων.
Όταν έχει κανείς επίγνωση της εθνικής του ιδιαιτερότητας, ξέρει ποιος είναι, από που έρχεται και που πηγαίνει, ξέρει ποιο είναι το χρέος του ως Έλληνας και ως άνθρωπος, ώστε αντάξια, με σιγουριά και γόνιμα να αξιοποιήσει και την πορεία και την παρουσία της δικής του γενιάς. Χωρίς τη μνήμη τα έθνη είναι καταδικασμένα σε ιστορικό θάνατο.
Ο άνθρωπος, μέσω της επικοινωνία του με το απώτερο παρελθόν του, δένεται οργανικά μαζί του, ο κύκλος της ζωής του ευρύνεται. Το χτες στεριώνει το σήμερα και θεμελιώνει το αύριο.
Σε κάθε γενιά προβάλλει η υποχρέωση, μπολιάζοντας το παρόν με τις ζωντανές πολιτιστικές- πνευματικές φλέβες του παρελθόντος, να παραδίδει στη διάδοχό της τον τόπο με την ψυχή του, εκπληρώνοντας έτσι στο ακέραιο και την ιερή και εθνική παρακαταθήκη, διατυπωμένη από τον ίδιο τον λαό μας:
Σ’ αυτό τον κόσμο που είμαστε, άλλοι τον είχαν πρώτα,
σ’ εμάς τον παραδώκανε κι άλλοι τον καρτεράνε.

Και αν μας φαίνονται υπερβολικά όλα αυτά για την αξία της παράδοσης και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς των λαών, ας ανατρέξουμε στις ρήσεις μερικών σημαντικών ανθρώπων των Γραμμάτων και των Τεχνών:
«Ένας λαός δε θα κοιτάξει προς τους απογόνους του, εάν ποτέ δεν κοιτάξει προς τα πίσω, προς τους προγόνους του», Burke (1729 – 1797). «Λαμπαδιάζει και φέγγει το μέλλον εκεί, όπου υπάρχει ζωντανό το περσμένο», Γιάννης Αποστολάκης. «... εις τα τραγούδια και τας παραδόσεις του ημέτερου λαού, ο εθνικός χαρακτήρ αποτυπώνεται ακραιφνής και ακίβδηλος», Νικόλαος Πολίτης, πατέρας της Ελληνικής Λαογραφίας. «Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν, σβήνει κανείς ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον...», Γ. Σεφέρης. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε αποκαλέσει τα Δημοτικά Τραγούδια «Εφημερίδες του λαού», εφημερίδες συνταγμένες από το λαό για το λαό. Και ο Καζαντζάκης λέει σχετικά στην Ασκητική του: «Το πρώτο σου χρέος, εκτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο σου τη μεγάλη εντολή να σε περάσει».

Για να διασώσουμε, λοιπόν, την παράδοση και την πολιτιστική μας κληρονομιά, πρέπει πρώτα από όλα να γίνει συνείδηση σε μας και στις νεότερες γενιές η αναγκαιότητά της.
Στη συνέχεια, υπάρχουν κάποιες ενέργειες, που μπορούν να υλοποιηθούν και ατομικά από τον καθένα μας, αλλά και με τη συνδρομή της Πολιτείας.
Επιτακτική είναι η ανάγκη να καταγραφεί σε βιβλία και σε οπτικοακουστικά μέσα η προφορική λαϊκή παράδοση, έστω και ερασιτεχνικά, καθώς λίγοι είναι ακόμη οι εναπομείναντες γνώστες της.
Τα κτίσματα της λαϊκής μας αρχιτεκτονικής, αλλά και οι ναοί και τα μοναστήρια, πρέπει να αναστηλωθούν άμεσα, αλλιώς θα χαθεί μαζί τους και ένα κομμάτι της ιστορίας μας. Παράλληλα, τα μνημεία θα μελετηθούν και θα αποτελέσουν πρότυπο για τους ιστορικούς τέχνης και τους νέους αρχιτέκτονες. Εκτός τούτου, μπορούν να αξιοποιηθούν και τουριστικά, ώστε να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της περιοχής.
Σε ανακαινισμένες παραδοσιακές οικίες μπορεί να συγκεντρωθεί λαογραφικό υλικό, που καταστρέφεται ασυντήρητο σε αποθήκες, έτσι ώστε να δημιουργηθούν μικρές λαογραφικές συλλογές σε κάθε χωριό. Οι μικρές αυτές τοπικές συλλογές έχουν ιδιαίτερη αξία και για τους ίδιους τους κατοίκους, καθώς είναι ο πιο απλός τρόπος για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι. Επίσης, ο καθένας θα αποκομίζει την ικανοποίηση ότι πρόσφερε κάτι, έστω κάποιο μικρό και ασήμαντο αντικείμενο στο Λαογραφικό μουσείο του χωριού του και συνέβαλε έτσι στη διαχρονική επιβίωση της κληρονομιάς μας.
Η αναβίωση εθίμων και πανηγυριών και η πραγματοποίηση πολιτιστικών εκδηλώσεων θα δώσει ζωή στα χωριά, έστω και για μικρό διάστημα, θα νιώσουν οι νεότεροι και όσοι μένουν στην Αθήνα ή σε άλλες μεγάλες πόλεις ότι έρχονται σε επαφή με τις ρίζες τους.
Η τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί να αναλάβει τη διδασκαλία δημοτικών χορών, παραδοσιακής μουσικής, της Τσακώνικης διαλέκτου, τεχνών που τείνουν να εξαφανιστούν (κεραμοπλαστική, κεντητική, αγιογραφία κτλ.).
Επίσης, τα παιδιά έρχονται σε επαφή με την παράδοση και την ιστορία μας με επισκέψεις στα μουσεία και με την παρακολούθηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Το ενδιαφέρον ενός παιδιού για μάθηση μπορεί να αυξηθεί εάν το συνδυάσει με κάτι οικείο, όπως με την ιστορία της οικογένειάς του. Εάν, για παράδειγμα, αναλάβει να βρει στο σπίτι του κάποιο παλιό αντικείμενο, να μάθει κάτι από τη γιαγιά και τον παππού και να παρουσιάσει μια σχετική εργασία στο σχολείο του.

Κλείνω την σύντομη και γενική αυτή παρουσίαση με την ελπίδα ότι θα αποτελέσει αφορμή για διάλογο, για παρατηρήσεις και για προτάσεις. Και ακόμα περισσότερο, όσα λέμε να μη μείνουν ένα ακόμα ευχολόγιο, αλλά να μας παρακινήσουν να τα κάνουμε πράξη.

Σμαράγδη Ι. Αρβανίτη
Ιστορικός – Αρχαιολόγος