Στον ελληνικό χώρο, ο λαϊκός πολιτισμός κάτω από το καθεστώς της δουλείας, μπόρεσε να αναπτυχθεί μέσα στην κοινότητα. Η ελληνική φορεσιά, διατηρεί στοιχεία από την αρχαιότητα.

Είναι φανερό ότι οι φορεσιές διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή. Είναι όμως εκπληκτική η ομοιομορφία που παρουσιάζουν όσες προέρχονται από την ίδια περιοχή. Πολλές φορές όμως ενώ έχουν ομοιομορφία, διαφέρουν στην ονομασία. Είναι γνωστό ότι η λαική τέχνη και ειδικά η φορεσιά, έχει σχέση άμεση με το βιοτικό και πολιτιστικό επίπεδο μια κλειστής και απομονωμένης πολλές φορές μικρής κοινωνίας. Η φορεσιά λοιπόν δεν είναι μόνο είδος ανάγκης, αλλά εξυπηρετούσε και την επιθυμία των ανθρώπων για στολισμό.

Οι φορεσιές συνδέονται στενά με ποικίλες εκφράσεις του λαϊκού πολιτισμού και αντανακλούν τα βιώματα της λαϊκής ψυχής. Η λαϊκή φορεσιά σχετικά με την κατασκευή των υλικών της, την υφαντή ή κεντητή διακόσμηση με συμπλήρωμα το κόσμημα,διατηρεί με θρησκευτική προσήλωση τα παραδοσιακά στοιχεία.

Τα καλλωπιστικά στοιχεία μιας φορεσιάς καταξιώνονται και από το ιδεολογικό τους περιεχόμενο. Σε αυτά μια ιδέα γίνεται σύμβολο: ο σταυρός συμβολίζει τη θρησκεία, μια καρδιά την αγάπη, ένα λουλούδι τη νεότητα, ένας δικέφαλος αετός την υπερφυσική δύναμη, ένα δέντρο ή μια ανθοστήλη τη μακροζωία, μια γοργόνα την προστασία από το κακό.

Η αυστηρή κοινωνική προσαρμογή αξιολογείται κυρίως στη γιορτινή και νυφική φορεσιά. Η καθημερινή είναι δημιούργημα της οικιακής οικοτεχνίας, εξυπηρετούσε πρακτικές ανάγκες που είναι σημαντικές από κοινωνιολογική, οικονομική, πολιτισμική και λαογραφική άποψη. Δεν υπάρχουν όμως στοιχεία που θα μπορούσε κάποιος να μελετήσει βαθύτερα.

Οι φορεσιές που κινούνται στα πλαίσια των βασικών αρχών της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής των τοπικών εθίμων και του καλλωπισμού έχουν ρίζες από το μακρινό παρελθόν και καταγράφονται επί το πλείστον οι γιορτινές και νυφικές φορεσιές. Η φορεσιά διαφέρει σύμφωνα με την ηλικία και την κοινωνική θέση εκείνου που τη φοράει. Η φορεσιά της νέας κοπέλας σηματοδοτείται με στοιχεία από εκείνα της αρραβωνιασμένης, της παντρεμένης, της νεόνυμφης, της γυναίκας με παιδιά, της χήρας, της ηλικιωμένης.

Οι κοινότητες που είχαν περιορισμένες εμπορικές συναλλαγές και επικοινωνία με άλλες περιοχές είχαν διαμορφώσει αυστηρά ήθη και έθιμα και ακολουθούσαν ένα καθορισμένο τρόπο ζωής. Έτσι λοιπόν και η Αρκαδία έχει το δικό της πολιτισμό, τα δικά της ήθη, τα δικά της έθιμα, τις δικές της συνήθειες και βέβαια τις δικές της φορεσιές.

Ανδρικές φορεσιές:
Φουστανέλλες, γιλέκο, φέρμελη, ντουλαμάς, καπότα. ράσο, πουκαμίσα,.βέστα,
πουκάμισο, μπουντούρι, μπενοβράκι, μειντανογίλεκο. Ιδιαίτερη είναι η φορεσιά του Λεωνιδίου, η Τσακώνικη.

Υλικά: Ζωικές και φυτικές ίνες. Ζωικές: Μαλλί από τα πρόβατα, μαλλί από τα κατσίκια ( γίδια) τη λεγόμενη κοζιά και το μετάξι το οποίο καλλιεργούνταν στην Τεγέα. Φυτικές Ίνες : Λινάρι, βαμβάκι και σπάρτο. Βαμβακερά νήματα αγόραζαν διότι το βαμβάκι δεν καλλιεργούνταν στην Αρκαδία. Το λινάρι καλλιεργούνταν πολύ περιορισμένα, το δε σπάρτο το προσέφερε η αρκαδική γη απλόχερα στους κατοίκους της.

Η φουστανέλα της Αρκαδίας είναι μακριά, σταματά κάτω από το γόνατο και είναι καμωμένη από ύφασμα υφαντό ή λευκό ύφασμα «του εμπορίου». Η αυθεντική φουστανέλα έχει 400 φύλλα, 1.200 πτυχές και όχι πιέτες όπως τις ονομάζουν πολλοί.Τα μανίκια του πουκαμίσου είναι πολύ φαρδιά με 5-6 πιετάκια κατακόρυφα, δεξιά και αριστερά από το κούμπωμα. Το γιλέκο, το μεινταλογίλεκο, η φέρμελη της Αρκαδίας είναι σε χρώμα κυανό με μαύρα κορδόνια, κεντημένο με σιρίτια, κουμπιά μαύρα, πλεγμένα με το βελόνι. Με χρυσογάιτανα κεντούσαν μόνον τα γαμπριάτικα γιλέκα. Εξάρτημα της φουστανέλας είναι το σιλάχι της μέσης, το πλεχτό μαύρο ζωνάρι, μήκους τριών μέτρων, με κρόσσια. Η φορεσιά συμπληρώνονταν από μαύρο μαντήλι στο κεφάλι, oι περικνημίδες μαύρες ή κυανές κεντημένες όπως και το γιλέκο με φούντες και τσαπράζια. Τη φορεσιά αυτή τη φορούσαν τόσο στα προ-επαναστατικά χρόνια οι κλέφτες και οι αρματωλοί όσο και κατά την επανάσταση του ’21 οι αγωνιστές. Ως επίσημη εθνική ενδυμασία την καθιέρωσε ο βασιλιάς Όθωνας. Εκείνη την περίοδο καθιερώθηκε το ριγέ ζωνάρι με μπλε-άσπρες ρίγες και κρόσσια. Το φέσι, ο μαύρος ή κόκκινος σκούφος με τη μεταξωτή φούντα, αποτελεί εξέλιξη του μαντηλιού.

Έξω απ’ όλα αυτά φορούσαν τον ντουλαμά, ρούχο εφαρμοστό ως τη μέση και πολύπτυχο κάτω. Ένα είδος σημερινής ρεντικότας. Αυτό βέβαια το φορούσαν οι άντρες εκείνοι που είχαν κοινωνική και οικονομική επιφάνεια, οι υπόλοιπο φορούσαν το ράσο ή την καπότα.

Πουκαμίσα: Υφαντό καρό ύφασμα σε χρώμα λευκό, κυανούν, κόκκινο σκούρο. Αυτό φοριόταν στην ευρύτερη περιοχή της Τριπόλεως και κυρίως της Νεστάνης. Από τη μέση και επάνω είναι με πιέτες, ωμίτες και πλούσιο διάκοσμο από το ίδιο το ύφασμα ενώ από τη μέση και κάτω φτάνει στη μέση του μηρού με πολλές πιετούλες.Τα κουμπιά ήταν διαφορετικών χρωμάτων ενώ υπήρχε τσεπάκι λοξό με μαντηλάκια μικρά από τα χρώματα που είχε η πουκαμίσα.

Στην επαρχία Γορτυνίας με πρωτεύουσα τη Δημητσάνα, το ρούχο αυτό ενώ είναι ίδιο και απαράλλακτό στην κατασκευή, είχε διαφορά στην ονομασία και το χρωματισμό. Στη Γορτυνία λοιπόν λεγόταν βέστα και τα χρώματα ήταν πιο σκούρα. Επικρατούσε το γκρι, το μπεζ και το πολύ σκούρο κόκκινο. Υπήρχε και άλλη μια διαφορά: καρό βέστες φορούσαν μόνον οι φτωχοί. Οι πιο πλούσιοι που ήταν καλοαναθρεμμένοι φορούσαν ριγέ σε χρώμα μπεζ ανοιχτά, με μπλε ραφ ρίγα. Μας το βεβαιώνει άλλωστε και το τετράστιχο:

Καρό φοράν οι μπιστικοί
ριγέ οι αρχοντάδες
που’χουν γεμάτη την κοιλιά
η τσέπη έχει παράδες.

Η ρίγα, έχει την ιδιότητα να δείχνει τους εύσωμους πιο αδύνατους, έτσι δεν γίνονταν στόχος στους πεινασμένους. Κάτω από την πουκαμίσα ή τη βέστα φορούσαν πλεκτό βρακί από προβατόμαλλο ή βαμβακερό λευκό ή μαύρο βαμβακερό που σούρωνε με κορδόνι στη μέση και στο κεφάλι σκουφάκι μαύρο.

Όσο εξέλιξη και μόδα προχωρούσε, το βρακί και το σουρωτό παντελόνι αντικαταστάθηκε με κανονικό παντελόνι. Από πάνω φορούσαν την καπότα, φτιαγμένη από κοζιά μαύρη (κατσικίσιο μαλλί) υφαντή, με μανίκι και κατσιούλα (κουκούλα) και δύο ανοίγματα για να βγάζουν τα χέρια, ειδικό για τη βροχή. Συνήθως τη φορούσαν οι τσοπάνηδες διότι η κοζιά ήταν αδιάβροχη. Ράδο υφαντό στον αργαλειό από μάλλινο στημόνι και υφάδι χτυπημένο στη νεροτριβή, ανοιχτό κατακόρυφα, κούμπωνε με τσαπράκια (μεγάλες κόπιτσες), χτυπημένο στη νεροτριβή με μανίκια και κατσιούλα.

Μπουντούρι ή μπενοβράκι: Παντελόνι φαρδύ, κάτω από το γόνατο σουρωτό στη μέση. Φοριόταν με πλεκτές μαύρες κάλτσες και τσαρούχια μαύρα με καρό υφαντά πουκάμισα χωρίς γιακά, μανίκια με μανσέτα και γιλέκο.

Βλάχικη φορεσιά: Μεταγενέστερη. Μαύρο παντελόνι, μαύρο γιλέκο με κόκκινη επένδυση, κόκκινο μαντηλάκι τρίγωνο ή λευκό στο λαιμό, πουκάμισο άσπρο με φαρδιά μανίκια στη μέση, ζωνάρι πλεκτό. Το χρώμα του ζωναριού ήταν επί το πλείστον μαύρο, εκρού ή ριγέ γκρι-άσπρο.

Φορεσιές Γυναικείες:
Οι φορεσιές εδώ είναι πιο ποικίλες. Κοινό βασικό ένδυμα των τύπων της γυναικείας φορεσιά; Είναι το πουκάμισο το οποίο θεωρείται ως εξέλιξη του αρχαίου χιτώνα της ρωμαϊκής τουνίκα ( tunica). Φορέθηκε σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας, άλλοτε ως εξωτερικό ένδυμα στη θέση του φουστανιού, άλλοτε χειριδωτό (με μανίκι) και παρυφές κεντημένες με φανταχτερά χρώματα με διάφορες βελονιές, ριζοβελονιά, αλυσίδα, κομποβελονιά, σταυροβελονιά. Στα χωριά της Αρκαδίας, γενικά στην ύπαιθρο, επικρατέστερη είναι η ριζοβελονιά, το ροκοκό, το φιλτιρέ και το ανεβατό. Πολλές φορές, όταν δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα να αγοραστούν νήματα κεντήματος από μετάξι και βαμβάκι, οι γυναίκες έγνεθαν μόνες τους φιλόνημα από πολύ καλή ποιότητα μαλλιού ή σπάρτου, το λεγόμενο στημόνι και το κεντούσαν.

Μπόλκες φούστες με κούδο και σουρωτό φουστάνι με πανοκόρμι, μαυροφούστανο, φούστες, πολύπτυχες, μεταξωτές βαμβακερές μόνόχρωμες καρό, γιουρτιά, μπελερίνες, καψόνια, σεγκούνια.

Η γνωστή φορεσιά της Αμαλίας:
Η φορεσιά καθιερώθηκε από τη βασίλισσα Αμαλία και προέκυψε από τον συνδυασμό στοιχείων τοπικών ελληνικών φορεσιών.Φορέθηκε από τις κυρίες της αυλής αρχικά και στη συνέχεια διαδόθηκε σε όλα τα αστικά κέντρα της Ελλάδος. Η κάθε πόλη είχε τη δική της φορεσιά Αμαλίας. Δεν έχουν απόλυτη ομοιομορφία. Η κάθε μία έχει το δικό της διάκοσμο. Αποτελείται από κοντογούνι, πάντα βελούδινο, πολύπτυχη φούστα με διαφορετικό σχέδιο, καπελάκι, το λεγόμενο φέσι με χρυσή ή χρυσοκίτρινη χοντρή φούντα, προσθήκες πανικιών από το ύφασμα της φούστας και από το ύφασμα της τραχηλιάς ή του πουκάμισου, συν τα κοσμήματα και τη ζώνη.

Η αυθεντική φορεσιά Αμαλίας της Τρίπολης έχει δύο χρώματα. Είναι γκρενά και μαύρο κοντογούνι, λαδοπράσινο και κροκί φούστα από ύφασμα ταφτά. Το μαύρο συνδυάζεται με την κροκί και το γκρενά με το λαδοπράσινο. Η φούστα έχει πέντε (5) μέτρα φάρδος. Ο ποδόγυρος στολίζεται από πλισέ 10 πόντων τσακισμένος στο χέρι, η κουφή πιέτα στη μέση και δύο μονές στην κάθε πλευρά. Κόβεται οκτώ (8) μέτρα. Ράβεται με κουφές βελονιές επάνω στη φούστα. Ανοίγοντας τις πιετούλες του πλισέ μια μέσα και μία έξω σχηματίζει όμορφα λουλούδια. Εσωτερικά δεν μπαίνει φόδρα αλλά ύφασμα μαλακό βαμβακερό, καλής ποιότητας, στο χρώμα της φούστας.

Μαυροφούστανο: Φοριόταν στην περιοχή της Τεγέας και λιγότερο στη Γορτυνία. Ενώ έχουν το ίδιο όνομα έχουν πολλές διαφορές στο κέντημα και στο χρώμα του ποδόγυρου και γενικά στην κατασκευή. Στην Τεγέα είναι φουστάνι πολύπτυχο αχειρίδωτο μαύρο με βαθύ άνοιγμα στο στήθος από βαμβακερό χοντρό ύφασμα, υφαντό στον αργαλειό ή τους εμπορίου κεντημένο με χρώματα ζωηρά σε γεωμετρικά σχήματα σταυροβελονιά. Έχει ποδόγυρο κόκκινο του οποίου οι άκρες καργώνονται στη μέση, με ποδιά μεταξωτή, πουκάμισο με δαντέλα στα μανίκια και στην τραχηλιά, στο κεφάλι φέσι με φούντα χρυσοκίτρινη και από πάνω σιγκούνι βελούδινο. Στη Γορτυνία η φορεσιά αυτή ήταν πιο αυστηρή στην κατασκευή της, στα χρώματα της και στο κέντημα το οποίο δεν είχε καμία σχέση με της Τεγέας. Μαύρο υφαντό στον αργαλειό, πολύπτυχο φάρδους τριών (3) μέτρων με κέντημα τριάντα (30) πόντων σε μεγάλα και μικρά οβάλ σχέδια και μονά και διπλά κλωναράκια ποδόγυρο σε τσόχα χρώματος γκρενά. Πουκάμισο υφαντό άσπρο κεντημένο στα μανίκια με μικρά οβάλ σχεδιάκια που τελειώνουν σε δαντέλα με μύτες να σχηματίζουν σταυρό. Φούστα μιάμιση φορά η περιφέρεια της γυναίκας που τη φορούσε και σούρωνε με κορδόνι από το ίδιο ύφασμα και στον ποδόγυρο είχε δαντέλα όπως και τα μανίκια. Η ποδιά μαύρη από το ίδιο ύφασμα του φουστανιού, κεντημένη όπως και το πουκάμισο και γύρω-γύρω με τσόχα γκρενά, όπως το φουστάνι. Το διάκοσμο της τσόχας στην ποδιά είναι περίπου πέντε (5) πόντοι. Τη φορεσιά αυτή στην Γορτυνία τη φορούσαν νυφική ή γιορτινή και μάλιστα από ανθρώπους με υψηλό βιοτικό επίπεδο. Στη νυφική φορούσαν στο κεφάλι για πέπλο ένα στεματάκι κεντημένο, στη μέση ένα μεγάλο οβάλ εκρού και τρία χρωματιστά στην κάθε πλευρά και επάνω ραμμένο πέπλο μεταξωτό ύφασμα με λουλουδάκια εκρού. Στο λαιμό φορούσαν φλουριά και σκουλαρίκια από ένα φλουρί στο κάθε σκουλαρίκι. Εσωτερικά του φουστανιού φορούσαν πουκάμισο με ψιλή δαντέλα (κομπινεζόν). Αν τη φορούσαν για γιορτινή, τότε στο κεφάλι έβαζαν άσπρο μεταξωτό μαντήλι. Από πάνω φορούσαν λευκή μπελερίνα.

Μπελερίνα: Ρούχο πλεγμένο με το βελονάκι από μάλλινο νήμα από πρόβατα.Το λεγόμενο στημόνι έπεφτε στους ώμους διπλό, σταύρωνε μπροστά και έδενε πίσω. Οι παρυφές τελείωναν με τη λεγόμενη πλόντρα, δαντέλα πλεγμένη συνεχόμενη υπόλοιπου ρούχου, σχέδιο πλεξίματος για το συγκεκριμένο ρούχο. Οι νύφες και οι κοπέλες φορούσαν λευκές, οι πιο μεγάλες φορούσαν μαύρες.

Καψόνι: Ήταν η εξέλιξη της μπελερίνας. Τύπος κοντής καπούλας, πλεγμένης με στημόνι, με γιακά και κορδονάκι να δένει στο λαιμό.

Βελέσι: Πλεγμένα επί το πλείστον μπαρολέ όπως οι ανδρικές φανέλες αλλά από τη μέση και κάτω και άλλα με κορμί τα οποία τα φορούσαν οι γυναίκες.

Μπόλκα και φούστα με κούδα ή σούρα: Χαρακτηριστική καθημερινή φορεσιά της Αρκαδίας. Βέβαια υπάρχουν διάφορές διακόσμου από περιοχή σε περιοχή. Νεστάνη- Βαλτέτσι- Βλαχοκερασιά- Αλωνίσταινα- Δημητσάνα- Λαγκάδια- Τρόπαια – Κοντοβάζαινα – Ηραία. Πάντα υφαντό καρώ, μονόχρωμο, στολισμένο με πλούσιο διάκοσμο από το ίδιο ύφασμα, τρίκλωνο,τετράκλωνο αλλά και το φακωτό που προορίζονταν για τα ανώτερα στρώματα.

Μπόλκα: Ζακετάκι με πιετάκια με ωμίτη ή σκέτο γαζωμένο μέχρι το θώρακα τσακισμένα και στη μέση έχει γαζωμένο ζωνάκι επάνω, όσο η μέση της γυναίκα που θα τη φορέσει. Το ζωνάκι είναι λοξό από το ίδιο ύφασμα του ρούχου. Έτσι τις πιέτες τις κρατάει το ζωνάκι και εμπρός ανέβαινε προς τα επάνω έτσι να κρατάει το στήθος και σε περίπτωση εγκυμοσύνης να μην εμπόδιζε.

Οι φούστες σκέτες ή με πανωκόρμι που επάνω από αυτές φορούσαν τις μπόλκες αλλά ίσιες εμπρός και πίσω με μια κουφή πιέτα στο κέντρο και από 2-3 μονές πιέτες στο πλάι. Έτσι δημιουργούνταν η κούδα, άλλες με φραμπαλάδες ( βολάν) άλλες λοξές και σούρα. Το μανίκι είχε πάντα δυο πιετάκια στον ώμο για να έχει άνεση.

Τσεμπέρα-κεφαλομάντηλο-ποδιά: και αυτά διαφέρουν. Στη Γορτυνία ως επί το πλείστον ήταν ολόλευκη ή με λουλουδάκια μαύρα και η ποδιά ήταν υφαντή, κεντητή ή χρωματιστή από προβατόμαλλο. Στη Μαντινεία και στις άλλες περιοχές έχουν το κίτρινο, το μελί, το πολύ ανοικτό λαδί πάντα με τον ίδιο διάκοσμο. Οι ποδιές είναι βαμβακερές σε διάφορες ποιότητες τους αργαλειού ή του εμπορίου. Πλισέ με φραμπαλά ή δαντέλα.

Εδώ η γυναίκα της Αρκαδίας όπως αναφέρω στην αρχή, σύμφωνα με τη φιλαρέσκεια της διακοσμούσε και το ρούχο που φορούσε. Άλλωστε η μια συναγωνίζονταν την άλλη.

Γιούρδα ή γιουρντί: Εξωτερικό ρούχο που το φορούσαν πάνω από όλα. Αχειρίδωτο (χωρίς μανίκια) μαύρο από τραγόμαλλο με παρυφές ρελιασμένες με κόκκινη φάσα ή μπλε. Πίσω ακουμπούσε στη μέση και κάτω άνοιγε. Πίσω είχαν φούντες. Στην περιοχή της Τρίπολης φορούσαν και λευκά από προβατόμαλλο.

Στην περιοχή Λεβιδίου, Καντήλας, Κακουρίου μέχρι το Φενεό, το 17ο αιώνα, φορούσαν πουκάμισο για φουστάνι, υφαντό στον αργαλειό, κεντημένο στα μανίκια, στο ποδόγυρο, στην τραχηλιά και από πάνω γιουρντί μάλλινο μαύρο, διακοσμημένο με σιρίτια από στριμμένες με μάλλινες κλωστές,τρίκλωστα χρωματιστά ή δίκλωστα και η ποδιά γινόταν από το ίδιο ύφασμα. Το τσεμπέρι ήταν σε μπεζ ανοιχτό ή κροκί με φλουριά στο λαιμό.

Καποτάδες: ήταν οι τεχνίτες για τα ράσα και τις καπότες.

Τερζήδες: για τα κεντητά.

Μοδίστρες: για τα καθημερινά ρούχα.


κ. Νίκη Κούλη - Κούρταλη
Eνδυματολόγος