Τα Ανθρώπινα Σκελετικά Ευρήματα του Σπηλαίου Κάψια Μαντινείας.

Η πρώτη έρευνα του σπηλαίου «Κάψια» κοντά στο χωριό Κάψια της Μαντινείας πραγματοποιήθηκε το έτος 1902 από μια Ελληνογαλλική ομάδα σπηλαιολόγων, της οποίας τα αποτελέσματα δημοσίευσε λίγα χρόνια αργότερα ο Ν. Σιδερίδης στο ιταλικό σπηλαιολογικό περιοδικό SPELUNCA. Η πιο σημαντική, ίσως πληροφορία, αφορούσε στην παρουσία πλήθους ανθρώπινων οστών στο εσωτερικό του σπηλαίου, που η παρουσία τους αποδόθηκε σε πιθανό αποκλεισμό και βίαιο θάνατο ανθρώπων στο σπήλαιο.

Τα έτη 1974 και 1975 η εξερεύνηση και χαρτογράφηση του σπηλαίου συνεχίστηκε από μιαν άλλη Ελληνογαλλική ομάδα με υπεύθυνο το σπηλαιολόγο Ι. Ιωάννου. Τέλος, το έτος 1981 ο βιολόγος Α.Μπαρτσώκας ανακοίνωσε τα συμπεράσματα μια ερευνητικής προσπάθειας που είχε για επίκεντρο τη μελέτη των παλαιοανθρωπολογικών ευρημάτων της σπηλιάς.

Καθοριστικό ρόλο στις προσπάθειες ερμηνείας της παρουσίας των ανθρώπινων οστών έπαιξαν οι παρατηρήσεις του Ν .Σιδερίδη, που αφορούσαν στη συγκέντρωση των σκελετικών ευρημάτων στο υψηλότερο σημείο του δαπέδου της σπηλιάς και στην ύπαρξη ιχνών παλαιών σταθμών νερού στα τοιχώματά της σαν αποτέλεσμα παλιάς πλημμύρας.

Την πιθανότητα βίαιου θανάτου των ατόμων στα οποία ανήκουν τα σκελετικά ευρήματα της σπηλιάς περιέγραψε πιο ολοκληρωμένα ο Μπαρτσώκας, υποθέτοντας πως : «μετά το μαζικό πνιγμό, η άργιλος θα άρχισε να κατακάθεται στο δάπεδο του σπηλαίου. Τα ανθρώπινα σώματα θα κατακάθισαν αργότερα γιατί θα πέρασαν πρώτα από το στάδιο του τυμπανισμού που θα έβγαλε τα πτώματα στην επιφάνεια. Για να γίνει αυτό, θα χρειάστηκαν 13 μέρες εάν υποθέσουμε ότι η πλημμύρα έγινε το χειμώνα. Στην επιφάνεια θα παρέμειναν 21 μέρες μέχρι να ξαναβυθιστούν. Μετά θα προχώρησε η αποσύνθεσή τους και θα διαμελίστηκαν».

Για τη μελέτη των ανθρωπολογικών ευρημάτων του σπηλαίου πραγματοποιήσαμε σειρά εργασιών, κυρίως συλλογής επιφανειακών στοιχείων, παρατηρήσεων και φωτογραφήσεων. Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στον εντοπισμό και τη χωροταξική κατανομή των σκελετικών ευρημάτων και στη λεπτομερή αποτύπωση των χώρων της σπηλιάς που περιέχουν ανθρώπινα οστά. Για το σκοπό αυτό πραγματοποιήθηκε μεγάλος αριθμός μετρήσεων, για τη διεξαγωγή των οποίων χρησιμοποιήθηκαν μετροταινίες, πυξίδα, κλισίμετρο και μόνιμες τοπογραφικές στάσεις σε διάταξη κλειστών συστημάτων αξόνων, που επιτρέπουν ακριβή έλεγχο των μετρήσεων. Η όλη εργασία εκπονήθηκε από το Ίδρυμα Αλέξανδρος Ωνάσης.

Κύριο συμπέρασμα της μελέτης ήταν η διαπίστωση, πως η παρουσία των πολυάριθμων σκελετικών ευρημάτων στο σπήλαιο δεν πρέπει να οφείλεται σε κάποιο επεισοδιακό γεγονός, αλλά σε μακροχρόνια χρησιμοποίησή του σαν χώρου ταφής και λατρείας των νεκρών. Τα παλαιοανθρωπολογικά ευρήματα που εντοπίσαμε εμφανίζουν κατανομή ανεξάρτητη από τις υψομετρικές διακυμάνσεις του δαπέδου και απλώνονταν σε χώρους συνολικού μήκους 360 μέτρων και επιφανείας περίπου 2,5 στρεμμάτων.

Παρά την αφαίρεση κατά τα τελευταία χρόνια μεγάλου μέρους των επιφανειακών οστών, έγινε δυνατή η διαπίστωση ομάδων σκελετικών ευρημάτων, που αντιπροσωπεύουν ολόκληρους σκελετούς και ανήκουν σε αρχικές ταφές με τοποθέτηση του νεκρού στη συνηθισμένη εκτεταμένη ύπτια θέση. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται έμμεσα και από προφορικές μαρτυρίες ντόπιων και ξένων, που επισκέφτηκαν το σπήλαιο προτού μεταβληθεί η σύνθεση των ανθρωπολογικών ευρημάτων του από ανεύθυνες επεμβάσεις. Επίσης διαπιστώθηκαν ομάδες οστών, συχνά σε εσοχές του σπηλαίου, που πρέπει να ανήκουν σε ανακομιδές αρχικών ταφών. Τέτοιες ανακομιδές οστών, που είχαν αναγνωριστεί παλαιότερα από τον τότε έφορο αρχαιοτήτων Σπάρτης κ. Θ. Σπυρόπουλο, αποτελούν ομάδες σκελετικών ευρημάτων ,κυρίως από κρανιακά ευρήματα και μακριά οστά, η σύνθεση των οποίων φανερώνει τελετουργική συγκέντρωση και δευτερογενή εναπόθεση των οστών του νεκρού. Στις περιπτώσεις αυτές η διαφορετική κινητικότητα του κρανίου και των μακριών οστών του σκελετού κάνει δύσκολη τη συγκέντρωσή τους στο ίδιο σημείο σε συνθήκες τυχαίας διαταραχής και διασποράς των οστών αρχικής τελετουργικής ταφής ή επεισοδιακής εναποθέσεως του νεκρού. Μια πρόσθετη ένδειξη για τη χρησιμοποίηση του σπηλαίου σαν νεκροταφείου, είναι η φυσιολογική σύνθεση του σκελετικού πληθυσμού από άντρες, γυναίκες και παιδιά. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο σκελετός ΑΚΜ Ι/Σ Ι που ανήκε σε μωρό ηλικίας 5 έως 10 μηνών.

Ένα στοιχείο που έχει συζητηθεί πολύ, σε σχέση με τα ανθρώπινα ευρήματα, είναι τα ίχνη παλαιάς—όπως θεωρήθηκε-- στάθμης νερού στα τοιχώματα της σπηλιάς. Η άποψη αυτή σε μεγάλο βαθμό πρέπει να οφείλεται στο ότι οι προηγούμενες έρευνες έγιναν κατά τους θερινούς μήνες.

Το σπήλαιο Κάψια βρίσκεται στην περιφέρεια μιας κλειστής γεωλογικής λεκάνης του οροπεδίου της Μαντινείας και συνδέεται με το σύστημα φυσικών καταβοθρών, στις οποίες διοχευτεύονται τα νερά του οροπεδίου. Στη διάρκεια του χειμώνα, όταν η τροφοδοσία σε νερό είναι μεγαλύτερη από τη δυνατότητα απορροφήσεως των καταβοθρών στο χώρο της εισόδου του σπηλαίου. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την παρουσία φυσικών πηγαδιών, δηλαδή θέσεων διαφυγής υδάτινων μαζών, στο εσωτερικό του σπηλαίου, δείχνει πως η ίδια η σπηλιά αποτελεί τμήμα του συστήματος καταβοθρών της περιοχής και το επίπεδο της εποχιακής λίμνης στον κάμπο της Μαντινείας αποτελεί ταυτόχρονα στάθμη πληρώσεως των κοιλοτήτων της σπηλιάς. Η στάθμη αυτή του οροπεδίου, που στη διάρκεια της προηγούμενης ψυχρής γεωλογικής περιόδου του Πλειστοκαίνου βρισκόταν σε μεγαλύτερο ύψος από το σημερινό, πρέπει να αποτέλεσε τον κυριότερο παράγοντα διανοίξεως του σπηλαίου. Οπωσδήποτε, η συμμετοχή της σπηλιάς στην αποστράγγιση του οροπεδίου και στη διοχέτευση υδάτινων μαζών προς το γεωλογικό υπόβαθρο της περιοχής είναι αρκετά παλιά και πιθανόν να έπαιξε ρόλο στην επιλογή του σπηλαίου σαν χώρου ταφής και λατρείας των νεκρών.

Θεόδωρος Πίτσιος
Αναπλ. Καθηγητής Φυσικής Ανθρωπολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών