Προσεγγίσεις για μια πολιτική αειφόρου τουριστικής ανάπτυξης στην ορεινή Αρκαδία: η περίπτωση της ορεινής και αγροτικής περιοχής Λουσίου ποταμού επαρχίας Γορτυνίας.

Εισαγωγή
Οι ιδιαιτερότητες που παρουσιάζουν μέχρι σήμερα οι ορεινές περιοχές, όπως ένα μεγάλο τμήμα του Νομού Αρκαδίας, αποτελούν και τα βασικά αίτια που η περιοχή αυτή δεν ακολούθησε τους ρυθμούς ανάπτυξης των αντίστοιχων πεδινών και πολύ περισσότερο των αστικών και βιομηχανικών κέντρων. Η μορφολογία του εδάφους, οι κλιματολογικές συνθήκες και η σε αρκετά μεγάλη απόσταση και μικρή σε αριθμό δημιουργία οικιστικών συνόλων σε συνδυασμό με τις ελλιπείς η ανεπαρκείς υποδομές, την μικρή συμμετοχή και το περιορισμένο ενδιαφέρον τόσο κρατικών όσο και ιδιωτικών φορέων για συμβολή στην κάθε μορφή ανάπτυξης, οι δυσκολίες πρόσβασης, η πληθυσμιακή συρρίκνωση, η εγκατάλειψη παραδοσιακών δραστηριοτήτων αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις η υπερεκμετάλλευση (βόσκηση , υλοτομία κ.λπ), αποτελούν ορισμένα μόνο από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ορεινές και ημιορεινές αγροτικές περιοχές του Νομού και έχουν σαν αποτέλεσμα την σημαντική υποβάθμιση του περιβάλλοντος ( διάβρωση, μείωση υδάτινων αποθεμάτων, απώλεια ειδών χλωρίδας και πανίδας, κ.λπ)

1.Πολιτικές Βιώσιμης Τουριστικής Ανάπτυξης – Εναλλακτικές προσεγγίσεις και εννοιολογικό περιεχόμενο αειφόρου ανάπτυξης.
Μια πολιτική για τον τουρισμό στην Αρκαδία, με γνώμονα μια στρατηγική βιώσιμης ανάπτυξης, θα μπορούσε να αναλυθεί με προσεγγίσεις που παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις κυρίως ως προς την έμφαση της σχέσης τουρισμού και περιβάλλοντος, μια σχέση αμφίδρομη που καθιστά τον τουρισμό και το περιβάλλον δύο όρους ΄΄καταδικασμένους’’ να ζουν μαζί η να χαθούν :
Αφενός ένας τουριστικός σχεδιασμός τομεακής πολιτικής ανάπτυξης για τον Νομό , με την έννοια του βιώσιμου τουρισμού(sustainable tourist development), θα εστίαζε την προσοχή του σε καθαρά οικονομική βάση και στην διατήρηση της οικονομικής τουριστικής δραστηριότητας σε μακροχρόνια βάση κατ’ απόλυτη προτεραιότητα. Η ποιότητα του περιβάλλοντος θα αποτελούσε σ ’αυτή τη περίπτωση έναν απλό παράγοντα ανταγωνιστικότητας στον οποίο το περιβάλλον θα όφειλε την προστασία του. Μια τέτοια μορφή ανάπτυξης συνοδεύεται συνήθως από χαλαρή περιβαλλοντική νομοθεσία και ελλιπείς ελεγκτικούς μηχανισμούς που αναδεικνύουν μόνο βασικές πτυχές της προστασίας του περιβάλλοντος , εκείνες μόνο που αυστηρά στοχεύουν στην ανάδειξη του τουριστικού προϊόντος και στην μακροβιότητά του. Το περιβάλλον αποτελεί απλώς σε αυτές τις περιπτώσεις ένα υποσύνολο μέσα σε όλα τα άλλα που στο σύνολό τους διαμορφώνουν ένα ανταγωνιστικό τουριστικό προϊόν. Αφετέρου, μια περιβαλλοντική στρατηγική τουριστικής ανάπτυξης που θα στήριζε την βιωσιμότητά της στα οικοσυστήματα, δεν θα ήταν ενδεδειγμένη για την περιοχή μας, εφόσον εφαρμόζεται κυρίως σε περιοχές που από περιβαλλοντικής απόψεως και οικοσυστημάτων παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον με μικρή η ανύπαρκτη τουριστική η άλλου είδους οικονομική δραστηριότητα, πλην ενίοτε του πρωτογενούς τομέα.
Αντιθέτως μια αειφορική προσέγγιση τουριστικής ανάπτυξης του ορεινού όγκου του Νομού Αρκαδίας, με την έννοια της οικολογικά βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης( tourism and sustainable development), θα έπρεπε να αποτελεί κυρίαρχη προτεραιότητα πολιτικής σύμφωνα με την οποία θεωρούμε ότι αποκτά ιδιαίτερη σημασία η σχέση ανάπτυξης και περιβάλλοντος, δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην ποιότητα ζωής , και αναπτύσσεται μια στρατηγική πολιτικής αειφόρου ανάπτυξης, η οποία σε μεγάλο βαθμό έχει και σαν στόχο μια πολιτική αποκέντρωσης και περιφερειακής ανάπτυξης.
Δομικά στοιχεία της πρότασής μας είναι: α)η προστασία του περιβάλλοντος ( φυσικού και ανθρωπογενούς ), β) η ανάπτυξη όλων των κλάδων της οικονομίας, γ) η συνεχής ανατροφοδότηση του παραγωγικού ιστού με καινοτόμες αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, δ) η διατήρηση μιας ιδανικής ισορροπίας μέσα από συνεχή διαδικασία εξέλιξης και προσαρμογής, ε) η ενεργός συμμετοχή των κατοίκων στις διαδικασίες ανάπτυξης, στ) η ορθολογική διαχείριση των πόρων, ζ) η ανάδειξη και διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και του δομημένου περιβάλλοντος γενικότερα, η) η εφαρμογή μεθόδων που θα συμβάλλουν στην οικονομική αυτάρκεια και ενίσχυση της τοπικής οικονομίας και θ) η ανατροφοδότηση αυτής της ίδιας της ανάπτυξης, για την διατήρησή της στον χρόνο , συνδυαζόμενη με τις εκάστοτε απαιτούμενες αναπροσαρμογές.
Επιπλέον η αειφόρος ανάπτυξη δεν περιορίζεται σε ορισμένες μόνο μορφές αλλά σε κάθε τουριστική δραστηριότητα. Δεν απαιτεί μεγάλες επενδύσεις και χωρίς να ζημιώνει συμπληρώνει τις επικρατούσες πρακτικές τουριστικής ανάπτυξης . Δεν αποτελεί κάποια αλλαγή του περιβάλλοντος ούτε εγκατάλειψη από τις ισχύουσες τουριστικές δραστηριότητες, αλλά δέχεται τις αλλαγές που προκαλούνται αρκεί να μη βλάπτουν τα κύρια στοιχεία των τουριστικών πόρων. Εξασφαλίζει την ισορροπία μεταξύ των προαναφερθέντων στοιχείων δίχως να δέχεται την αρχή της μεγάλης δραστηριότητας. Αντίθετα υποστηρίζει την μετριοπάθεια και τους χαμηλούς τόνους στην τουριστική ανάπτυξη, την ισορροπία, την πρακτικότητα και τη διαχρονική βιωσιμότητα κάθε τουριστικής ανάπτυξης.

2.Προτεινόμενοι τύποι εναλλακτικού τουρισμού.
Συνεπώς η στρατηγική τουριστικής ανάπτυξης της ορεινής Αρκαδίας πρέπει: να προσαρμόζεται στην ιδιαιτερότητά της, στη θέση και τη φυσική ομορφιά της, τον πολιτισμό της και να μην χαρακτηρίζεται από συσσωρευτικές δυσμενείς συνέπειες. Δεν πρέπει να δέχεται τα βραχυχρόνια οφέλη για τους λίγους, σε βάρος των μακροχρόνιων για τους πολλούς και πρέπει να πρεσβεύει ότι οι ανάγκες του παρόντος, πρέπει να αντιμετωπίζονται χωρίς να μειώνουν την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να αντιμετωπίσουν τις δικές τους. Οφείλει να περιορίσει το τουριστικό κόστος και συγκεκριμένα το οικονομικό , το κοινωνικό, το πολιτιστικό και το περιβαλλοντικό και να παραμείνει σύμφωνη με την αρχή της φέρουσας ικανότητας.
Κατ’ αυτό τον τρόπο οι προτάσεις μας έχουν να κάνουν αποκλειστικά με τύπους αειφόρου τουριστικής ανάπτυξης. Με έναν άλλο τουρισμό: «μειοψηφικό αλλά και υπαρκτό, πολιορκημένο αλλά και ελεύθερο, διωκόμενο αλλά και μαχόμενο. Με δράση παράλληλη προς εκείνες τις δυνάμεις που αγωνίζονται για μια νέου τύπου ανάπτυξη, για τη λειτουργία του τουρισμού ως μέσου συμφιλίωσης των λαών, για τη μεγιστοποίηση των ωφελειών των τοπικών κοινωνιών, για την ελαχιστοποίηση των περιβαλλοντικών αλλοιώσεων» (Γ. Σχίζας, 1998).
Ως κυρίαρχες κατευθύνσεις σημειώνουμε δύο βασικούς τύπους εναλλακτικού τουρισμού : α) τον κοινωνικό – πολιτιστικό εναλλακτικό τουρισμό που περιλαμβάνει τον αγροτουρισμό, εφ’ όσον ένα μεγάλο μέρος της τουριστικής εμπειρίας στηρίζεται στο πολιτιστικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο λειτουργούν τα αγροκτήματα, β) τον οικοτουρισμό που περιλαμβάνει ένα τύπο τουρισμού με λιγότερο κοινωνικό-πολιτιστικό προσανατολισμό αλλά περισσότερο φυσικό, αφού στηρίζεται στους φυσικούς πόρους ως στοιχεία υποκίνησης.
Ο τουρισμός μπορεί αναμφίβολα να αποτελέσει έναν από τους βασικότερους τομείς με προτεραιότητα για δράση. Η επιλογή της όποιας πολιτικής τουριστικής ανάπτυξης ακολουθηθεί για το Νομό, θα πρέπει να είναι απόρροια συντονισμού και κινητοποιήσεως τόσο τοπικών όσο εθνικών και υπερεθνικών παραγόντων, και θα πρέπει να εξαρτάται απόλυτα από τον τύπο του συστήματος (φυσικά, κοινωνικο-οικονομικά, πολιτιστικά χαρακτηριστικά) του Νομού.
Η παρούσα ανάλυση στοχεύει σε μια ιδεολογική τοποθέτηση του τουριστικού φαινομένου η οποία δεν απέχει από το κοινωνικό, οικονομικό και αναπτυξιακό γίγνεσθαι της περιοχής, και είναι πλήρως απαγκιστρωμένη από την θεωρία της ΄΄άγριας ανάπτυξης’’ που έχει ως μοναδικό στόχο την απεριόριστη οικονομική ανάπτυξη. Και επιπλέον στην απόλυτη συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων φορέων : με το ίδιο ενδιαφέρον και την ίδια ευθύνη κάτοικοι, τουρίστες, επισκέπτες, τοπικές τουριστικές επιχειρήσεις, τουριστικοί πράκτορες, κρατικοί και τοπικοί φορείς άσκησης τουριστικής πολιτικής, ανεξάρτητα αν κάθε μια από τις κατηγορίες αυτές έχουν διαφορετικούς στόχους η προοπτικές σχετικά με την ανάγκη, το βαθμό, το εύρος και τα μέσα προστασίας του περιβάλλοντος, για τη στήριξη του τουρισμού.

3.Μελέτη περίπτωσης : ορεινή και αγροτική περιοχή Λουσίου ποταμού, επαρχίας Γορτυνίας Νομού Αρκαδίας.

3.1 Φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον περιοχής Λουσίου.
Η ορεινή και αγροτική περιοχή του Λουσίου περιλαμβάνει το σύνολο της κοιλάδας του ποταμού που διασχίζει από Βορρά προς Νότο τη επαρχία Γορτυνίας του Νομού Αρκαδίας. Παρόλο που βρίσκεται καταμεσής ενός κατ’ εξοχήν ορεινού τοπίου, η Γορτυνία προβάλλει ένα ιδιαίτερο πρόσωπο, καθώς οι καταπράσινες κοιλάδες αντιτάσσονται στους ασβεστολιθικούς όγκους και τα βαθιά φαράγγια. Το ανάγλυφο της ευρύτερης περιοχής σχηματίζει ένα υψίπεδο μέσου υψομέτρου 900 μ. και επιφανείας πάνω από 1000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, χωρίς ξεκάθαρη ορεογραφική δομή, που συντίθεται από γυμνές ασβεστολιθικές κορυφές, συχνά ψηλότερες από 1100 μ. Οι βόρειοι ορεινοί όγκοι η άλλως « βουνά των Λαγκαδίων», και οι νότιοι τα λεγόμενα «Γορτυνιακά βουνά». Και τα δύο συγκροτήματα φτάνουν τα 1500 μ. Στα Γορτυνιακά βουνά εντάσσονται και τα υψώματα πάνω από τη Βλαχόρραφτη και τη Ζάτουνα, καθώς έχουν κοινά φυσιογνωμικά και περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά. Η κοιλάδα του ποταμού , ο οποίος σχηματίζει έναν φυσικό άξονα και αποτελεί παρακλάδι του υδρογραφικού ιστού του Αλφειού, φιλοξενεί σημαντικές οικιστικές συγκεντρώσεις , εύφορες γεωργικές εκτάσεις και το βασικό οδικό άξονα της περιοχής. Στα βόρεια , όπου το ανάγλυφο δεν πέφτει κάτω από τα 900 μ., οι οικισμοί σκαρφαλώνουν πολύ ψηλά, ενώ στη περιοχή της συμβολής του Λουσίου με τον Αλφειό, αυτοί βρίσκονται αισθητά χαμηλότερα , ακολουθώντας τη διαμόρφωση του ανάγλυφου.(πηγή – Γενική Γραμματεία Πελοποννήσου). Στο κέντρο, ωστόσο, η Στεμνίτσα και η Δημητσάνα με τα μοναστήρια τους και τους δορυφορικούς οικισμούς Ζάτουνα , Ζυγοβίτσι, Ελληνικό, Καρκαλού, Ατσίχολο, Βλαχόρραπτη και Καρύταινα δημιουργούν ένα ανοικτό σύστημα οικονομικών σχέσεων που μάλλον αγνοεί την τοπογραφία και συνδέεται με την οικιστική οργάνωση μιας πολύ ευρύτερης ζώνης.
Στεμνίτσα και Δημητσάνα στην ανάλυση μας αποτελούν τον κύριο πόλο και τη βάση τουριστικής ανάπτυξης, και ταυτόχρονα το κέντρο αναφοράς ολόκληρης της περιοχής. Προτείνεται δε ο πόλος αυτός να συνδέεται δορυφορικά με μικρότερες κοινότητες και με όμορους Δήμους της ευρύτερης περιοχής, που θα απαιτούν δυναμική παρουσία στο χώρο, τόσο από τα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά που διαθέτουν, όσο, κυρίως από την ώθηση και την ενέργεια που ο κεντρικός πόλος θα μεταδίδει σε αυτά( σχετικό διάγραμμα - Παράρτημα)
Όλη η περιοχή του Λουσίου έχει πολλές πηγές και άφθονα τρεχούμενα νερά, που χρησιμοποιούνται στην άλεση του σταριού, το λανάρισμα και το πλύσιμο υφαντών, την παραγωγή μπαρούτης αλλά και την ενάσκηση δραστηριοτήτων περιπέτειας που συνδέονται με το υδάτινο στοιχείο του ποταμού(rafting-kayak). Διαθέτει τεράστια ποικιλία πανίδας και χλωρίδας, καθώς επίσης τοπία εκπληκτικής ομορφιάς, χωριά μέσα σε δάση και χαράδρες, ερείπια μύλων, ξεχασμένα γεφύρια, μοναστήρια και ξωκλήσσια.

3.2 Ήπιες μορφές Τουριστικής Ανάπτυξης για την περιοχή, αειφόρου προσανατολισμού.
Η ιδιαίτερη φυσιογνωμία της περιοχής δεν επιτρέπει την ανάπτυξη τουρισμού με την γνωστή μαζική του μορφή ( παραθερισμός –διακοπές ). Αντίθετα ήπιες μορφές ανάπτυξης, με αειφόρο κατεύθυνση, οι οποίες θα αξιοποιούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τόπου και θα ενθαρρύνουν την ορθολογική διαχείριση όλων των πόρων ,μπορούν να συμπεριληφθούν σε ένα πρόγραμμα-σχέδιο βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης που σε πρώτο στάδιο θα βασίζεται : α) στην εναρμόνιση του τουρισμού με το φυσικό, πολιτιστικό και ανθρώπινο περιβάλλον, β) στην διεύρυνση των ευκαιριών για τις τοπικές κοινωνίες και την τοπική οικονομία, γ) στην υιοθέτηση περιβαλλοντικά φιλικής δεοντολογίας και κανόνων που θα εφαρμόζονται από όλους ανεξαιρέτως τους εμπλεκόμενους, δ) στην αξιοποίηση εναλλακτικών μορφών ενέργειας και στην προώθηση τεχνολογιών και συστημάτων διαχείρισης που δεν θα επιβαρύνουν το περιβάλλον και ε) στην καθιέρωση ως πρωτευόντων στόχων: τη διατήρηση του τουριστικού προορισμού και τη βιωσιμότητα του τοπικού συστήματος γενικότερα.
Κάποιες ειδικές μορφές τουριστικής ανάπτυξης που θα μπορούσαν, κατά συνέπεια, να εφαρμοσθούν με επιτυχία στη περιοχή θα ήταν: οικοτουρισμός, αγροτουρισμός, ορεινός τουρισμός, περιηγητικός τουρισμός, τουρισμός περιπέτειας, εκπαιδευτικός, πολιτιστικός, θρησκευτικός τουρισμός, τουρισμός τρίτης ηλικίας, χωρίς να αποκλείεται η χρήση και άλλων εναλλακτικών μορφών, εφ’ όσον υπάρξει η δεδομένη τουριστική ζήτηση και αναπτυχθεί η κατάλληλη ειδική υποδομή.
Μεταξύ των μορφών αυτών μπορεί να υπάρξει μια τέτοια λειτουργική διασύνδεση ώστε να παραχθεί ως αποτέλεσμα η δημιουργία ενός τουριστικού προϊόντος που : θα είναι δυναμικό και συγκροτημένο, θα έχει βιώσιμα χαρακτηριστικά, θα λειτουργεί με μακροπρόθεσμη προοπτική ανάπτυξης και θα αποτελεί τμήμα ενός συνολικότερου σχεδίου που θα περιλαμβάνει ελεγχόμενη ανάπτυξη δραστηριοτήτων, παρακολούθηση της προστασίας της φύσης και λήψη των προληπτικών εκείνων μέτρων που θα αποτρέπουν οποιεσδήποτε αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Αυτό θα αποτελούσε και το επόμενο βήμα ενός προγράμματος αειφόρου τουριστικής ανάπτυξης στην ευρύτερη περιοχή του Λουσίου.
Η μορφολογία του εδάφους, τα πολιτιστικά στοιχεία , η ποικιλία πανίδας και χλωρίδας, δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε να αποτελεί η περιοχή σημαντικό πόλο έλξης, με τον όρο ότι θα δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στην φέρουσα ικανότητα των κατά τόπους, φυσικών πόρων, ώστε να αποφευχθεί η χωρική και χρονική υπερσυγκέντρωση (διαχείριση ροής επισκεπτών), και στην ενθάρρυνση ανάπτυξης ελεγχόμενων ήπιων δραστηριοτήτων, με σεβασμό στις τοπικές οικολογικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες.
Όσον αφορά τις εγκαταστάσεις και χώρους διαμονής, εστίασης και αναψυχής( ξενοδοχεία, ξενώνες, δωμάτια σε αγροικίες, εστιατόρια, ταβέρνες, εταιρείες δραστηριοτήτων περιπέτειας, κλπ) , επιβάλλεται πέραν από τους ποιοτικούς και ποσοτικούς στόχους που πρέπει , να τεθούν από τις ίδιες τις επιχειρήσεις, “να προωθείται η ενημέρωση του κοινού, να διασφαλίζεται η υψηλή ποιότητα φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος και να επιδιώκεται η συνεχής βελτίωση της περιβαλλοντικής επίδοσης”( E.M.A.S. / 1836/93, E.C.).
Και τέλος η ύπαρξη : ενός κατάλληλου θεσμικού πλαισίου και ενός ισχυρού ελεγκτικού μηχανισμού που θα εγγυάται την τήρηση της υφιστάμενης νομοθεσίας για το περιβάλλον, δομικών έργων υποδομής για καλλίτερη διαχείριση της ανάπτυξης, επιτροπών και φορέων με μέλη τόσο από τη τοπική κοινωνία όσο και κατάλληλο επιστημονικό προσωπικό θα ολοκλήρωναν και θα ωθούσαν στην αναγέννηση της ορεινής περιοχής της Γορτυνίας και θα μετέτρεπαν το «φαύλο κύκλο» της παρακμής του τόπου σε ένα κύκλο προστατευτικό και επικερδή.

Συμπεράσματα-προτάσεις.
Η όποια μορφή ανάπτυξης για την ορεινή Αρκαδία συνοψίζεται στην έννοια της αειφορίας και οι όποιες προσπάθειες πρέπει να εστιάζουν : στις ποσοτικές ελλείψεις στην τουριστική προσφορά, στον εμπλουτισμό του παρεχόμενου προϊόντος, στις ολοκληρωμένες παρεμβάσεις σε έργα υποδομής και ανωδομής με απόλυτο σεβασμό στο περιβάλλον, στη διασύνδεση και συνεργασία των εμπλεκόμενων φορέων αλλά κυρίως στη συντονισμένη ανάδειξη και προβολή των φυσικών και πολιτιστικών πόρων της περιοχής.
Ως ενδεικτικές προτάσεις που κινούνται πάνω ακριβώς σε αυτό το θεωρητικό υπόβαθρο ,εκτός των άλλων, αναφέρουμε :
-- Βελτίωση οδικού δικτύου ορεινής Αρκαδίας με στόχο την εύκολη πρόσβαση τουριστών-επισκεπτών. Η φυσική διαμόρφωση της περιοχής, η απομόνωση λόγω των ορεινών όγκων αλλά κυρίως η έλλειψη κρατικής μέριμνας για υποδομές, αποτελούν τον κύριο λόγο του κοινωνικού αποκλεισμού πολλών ορεινών περιοχών του Νομού και συνεπώς της έλλειψης τουριστικής ανάπτυξης.
-- Ορθολογική διαχείριση φυσικών πόρων. ( η καλύτερη διαχείριση πηγών και υδροφόρων ρεμάτων συνεχούς ροής, καθότι η απώλεια υδάτινου πλούτου είναι σημαντική, η δημιουργία και αντικατάσταση όπου αυτό είναι απαραίτητο δικτύου ύδρευσης, η μείωση της επιβάρυνσης του εδάφους από χημικά λιπάσματα και στερεά και υγρά λύματα, η δημιουργία σταθμών βιολογικού καθαρισμού, αποχετευτικών δικτύων και δικτύων συλλογής όμβριων υδάτων η και ακόμη κατασκευή δικτύων και ομαδοποίηση των γειτνιαζόντων δημοτικών διαμερισμάτων, ώστε να οδηγούνται τα υγρά λύματα σε κοινούς σταθμούς βιολογικού καθαρισμού – πρόταση μέσω Δ’ Κ.Π.Σ. ).
-- Υιοθέτηση ενός Ειδικού Σχεδίου Διαχείρισης και Αειφορικής Τουριστικής Ανάπτυξης, μέσω της εκπόνησης προγράμματος που να συνδυάζει τη τουριστική ανάπτυξη και την περιβαλλοντική διαχείριση με ιδιαίτερη έμφαση στις ακόλουθες παραμέτρους: α) την εφαρμογή σχεδίου με αυστηρούς περιβαλλοντικούς όρους για την διατήρηση της βιοποικιλότητας της ορεινής Αρκαδίας (χαρακτηρισμός περιοχών ιδιαίτερης σημασίας, καταφυγίων θηραμάτων, λήψη μέτρων κατά παράνομων ενεργειών – λαθροϋλοτομία, λαθροθηρία, μόλυνση του περιβάλλοντος, αυθαίρετων κατασκευών κ.λπ- παραγωγή, διάδοση και αξιοποίηση γνώσεων και εμπειριών σε τοπικό επίπεδο σε θέματα οικολογικού χαρακτήρα, ειδών χλωρίδας και πανίδας, διαμόρφωση συνθηκών για την άσκηση συμβατών με τους σκοπούς της αειφόρου ανάπτυξης οικονομικών δραστηριοτήτων), β) την εφαρμογή προγράμματος αειφορικής τουριστικής ανάπτυξης σύμφωνα με το οποίο η προστασία του περιβάλλοντος θα αποτελεί καθοριστικό παράγοντα ενώ ταυτόχρονα θα ενθαρρύνεται η ανάπτυξη λιγοστών ήπιων δραστηριοτήτων, γ) η ανάπτυξη της περιοχής βασισμένη στην ιδανική φέρουσα ικανότητα( optimal carrying capacity), η οποία θεωρείται λιγότερο τρωτή σε περιβαλλοντικές εντάσεις και θα καθορίσει για όλα τα επιμέρους δημοτικά διαμερίσματα της ορεινής Αρκαδίας την ικανότητα συντήρησης αριθμού ανθρώπων , πανίδας και χλωρίδας και των εκάστοτε επιπλέον επισκεπτών, με βάση την βιώσιμη απόδοση των φυσικών πόρων της ( νερό, έδαφος αέρας κ.λπ.) αλλά και την αφομοιωτική ικανότητά της, διατηρώντας τα περιβαλλοντικά της πρότυπα. Στις τεχνικές μάλιστα που απαιτούνται για τον υπολογισμό των ‘’ορίων ‘’ της φέρουσας ικανότητας πρέπει να λαμβάνονται υπ’οψιν όλοι οι παράγοντες που επηρεάζουν την περιοχή, οι πόροι της αλλά και οι ειδικοί πίνακες πολλαπλών επιπτώσεων, που οφείλεται να καταρτίζονται πριν την εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος.
-- Η προώθηση ειδικών και εναλλακτικών μορφών ήπιας τουριστικής ανάπτυξης σε πλέγματα ως η πιο ενδεδειγμένη κατά την εκτίμησή μας για την ορεινή Αρκαδία η οποία διαθέτει πλούσιους περιβαλλοντικούς πόρους, γύρω από δύο κυρίως θεματικούς άξονες : α)φυσική ζωή, περιβάλλον, ορεινός χώρος, εκπαίδευση και αναψυχή αναπτύσσοντας αντίστοιχα ένα πλέγμα ειδικών και εναλλακτικών μορφών τουρισμού υγείας, χειμερινού, περιηγητικού, εκπαιδευτικού και συνεδριακού και β) πολιτισμός, θρησκεία, περιβάλλον, φυσιολατρία παρατήρηση και μελέτη χλωρίδας και πανίδας αναπτύσσοντας ένα πλέγμα ειδικών μορφών ορειβατικού, θρησκευτικού, πολιτιστικού τουρισμού , αγροτουρισμού και οικοτουρισμού.
Η προώθηση αυτών των μορφών συνεπάγεται προτάσεις για έργα και άμεση υλοποίησή τους που θα ενισχύσουν το προσφερόμενο τουριστικό προϊόν και θα συνεισφέρουν στην αναβάθμιση του περιβάλλοντος ( διαμόρφωση δικτύου μονοπατιών με ειδικές σημάνσεις, δημιουργία νέων εγκαταστάσεων αναψυχής-διαμονής και συντήρηση παλαιών, δημιουργία χώρων παρατήρησης πανίδας, κατασκευή και λειτουργία κέντρων πληροφόρησης, infokiosks και Χαρτών πληροφόρησης σε διάφορα σημεία εισόδου της ορεινής Αρκαδίας κ.λπ)
-- Την εκπαίδευση , επιμόρφωση και επαγγελματική κατάρτιση του τοπικού πληθυσμού με ειδικά εκπαιδευτικά προγράμματα, σεμινάρια, ημερίδες. Ίδρυση Κ.Ε.Κ. για σεμινάρια ενδυνάμωσης της τουριστικής συνείδησης και ανάπτυξης δεξιοτήτων του ντόπιου πληθυσμού σε επαγγέλματα συναφή με τον εναλλακτικό τουρισμό.
-- Προσέλκυση επενδυτών ( ντόπιων κατά προτίμηση ενισχύοντας την τοπικότητα) για δημιουργία ειδικών εγκαταστάσεων προκειμένου να υποστηρίζουν ειδικές μορφές τουρισμού (αθλητικό κ,λπ.). Προς αυτή την κατεύθυνση οι Δήμοι θα μπορούσαν να μελετήσουν την πλειοδότηση η υπενοικίαση ελεύθερων χώρων για τέτοιου είδους δραστηριότητες, πέραν των προγραμμάτων χρηματοδότησης για την περιοχή.
Με τέτοιες προϋποθέσεις η αειφόρος τουριστική ανάπτυξη θα καλύπτει τις ανάγκες των τόπων υποδοχής, των τωρινών επισκεπτών ενώ παράλληλα θα προστατεύει και θα αυξάνει τις ευκαιρίες για το μέλλον της Αρκαδίας.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ


Kων/νος Μαρινάκος
Οικονομολόγος –ΜΒΑ(Διοίκησης Τουριστικών Επιχειρήσεων)